Αφέτες Μαγνησίας
Στον δήμο των Αφετών ανήκουν σήμερα τόσο οι Αφέτες (Νιάου), όσο και το Νεοχώρι και η Άφησσος. Φημολογείται πως η περιοχή πήρε το όνομα Αφέτες, επειδή η ξυλεία της χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία της Αργούς, και άρα, ήταν η αφετηρία της αργοναυτικής εκστρατείας (αφετηρία - αφέτες). Το όνομα του οικισμού της Νιάου προήλθε από τους Σλάβους νομάδες που πιθανολογείται ότι δημιούργησαν πρώτοι τον οικισμό, τον 14ο αι., αφού «νιάου», στη σλαβική διάλεκτο, σημαίνει στάνη. Το γεγονός αυτό ενισχύει και την άποψη πως, στις απαρχές του, ο οικισμός ήταν ένα «χειμαδιό», δηλαδή μία προστατευμένη από ακραία καιρικά φαινόμενα περιοχή όπου διέμεναν προσωρινά κατά τους χειμερινούς μήνες νομάδες μαζί με τα κοπάδια ζώων τους.
Η πρώτη επίσημη αναφορά του οικισμού γίνεται το 1615, σε τουρκικά έγγραφα. Ανήκε διοικητικά στα Χάσια, τα οποία ήταν χωριά, ανήκοντα σε κάποιο των διαμερισμάτων της Θεσσαλίας, ο φόρος των οποίων πληρωνόταν κάθε χρόνο στο Σουλτάνο, με τη μεσολάβηση κάποιου μπέη της Λαρίσης. Σε αντίθεση με τα Βακούφια, τα οποία βρίσκονταν υπό την εξουσία της Βαλιντέ, μητέρας του Σουλτάνου, τα Χάσια δεν είχαν ιδιαίτερη αυτονομία, και επιτρεπόταν σε αυτά η είσοδος και η διέλευση τούρκων.
Από τον 18ο αι., ο οικισμός αρχίζει να αναπτύσσεται, λόγω του εποικισμού του από Ηπειρώτες, οι οποίοι, έχοντας καλή γνώση του χτισίματος με πέτρα, συνέβαλλαν στην πρώτη φάση ανοικοδόμησης του οικισμού. Στα τέλη, μάλιστα, αυτού του αιώνα, ολοκληρώνεται και ο Ναός του Τιμίου Προδρόμου, της εκκλησίας του οικισμού.
Στον 19ο αι., εντείνεται το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης των κατοίκων, κυρίως στην Αίγυπτο και την Αμερική, και λιγότερο στην Αυστραλία. Λόγω της οικονομικής ενίσχυσης των κατοίκων που παρέμειναν στην περιοχή από τους μετανάστες συγγενείς τους, χτίζονται νέα αρχοντικά (τα λεγόμενα «αιγυπτιώτικα»). Εδώ εντοπίζεται η δεύτερη φάση ανοικοδόμησης του οικισμού. Ταυτόχρονα, το 1881, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, οι Αφέτες σχηματίζουν μαζί με την Άφησσο και το Νεοχώρι τον Δήμο Αφετών.
Στη συνέχεια, στην εποχή του μεσοπολέμου, ο οικισμός γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη, και φτάνει στο μέγιστο του πληθυσμού του, με την έλευση μικρασιατών προσφύγων. Το 1936 μάλιστα, κατασκευάζεται και ο περιφερειακός Βόλου-Νεοχωρίου, διευκολύνοντας την πρόσβαση των κατοίκων της Νιάου στο Βόλο, η οποία μέχρι τότε γινόταν αποκλειστικά μέσω θαλάσσης.
Επειδή όμως την εποχή αυτή σύντομα ακολουθούν ο εμφύλιος πόλεμος του 1940 και οι καταστροφικοί για την περιοχή του Πηλίου σεισμοί της περιόδου 1955-57, μεγάλο μέρος του πληθυσμού μετακινείται προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Πολλές κατοικίες είτε γκρεμίζονται, εξαιτίας του σεισμού, είτε εγκαταλείπονται. Έτσι, τους σεισμούς ακολουθεί η τρίτη φάση ανοικοδόμησης του οικισμού, η οποία περιλαμβάνει και την ανέγερση των λεγόμενων «αντισεισμικών».
Η ύδρευση των κατοικιών πραγματοποιείται το 1963, ενώ η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε αυτές το 1966.
Στη σημερινή εποχή, η ανοικοδόμηση του οικισμού συνεχίζεται, με αργούς ρυθμούς. Στα περίχωρά του εγκαθίστανται νέοι κάτοικοι, κυρίως Γερμανοί, οι οποίοι, γοητευμένοι από τον οικισμό, θέλησαν να τον κάνουν τόπο κατοικίας τους.