Τα κονιάματα είναι από αργιλόχωμα και αρχικώς χρησιμοποιούνται στην κατασκευή της τοιχοποιίας, χρησιμεύοντας στην εξασφάλιση της συνοχής των λίθων και στην απόκτηση μηχανικών αντοχών. Εν συνεχεία, αφού είχε κατασκευαστεί η τοιχοποιία, στα νεοκλασικά κτήρια, ακολουθούσε μια στρώση ασβεστοκονιάματος (3 – 4 εκ.), προκειμένου να δώσει τους τοίχους μια απόλυτα επίπεδη και κατακόρυφη επιφάνεια. Στη συνέχεια, ακολουθεί μια επιπλέον λεπτότερη στρώση (5 χιλ.) πιο λεπτομερής, αποτελούμενη περισσότερο από ομοιογενή άμμο. Τέλος, γινόταν η τελική στρώση επιχρίσματος με ασβεστοϋδρόχρωμα, που έδινε και τον τελικό χρωματισμό. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται μιμούνται την αθηναϊκή νεοκλασική αρχιτεκτονική σε χρωματικές κλίμακες πολύ πιο απλοποιημένες, τονίζοντας την τριμερή διαίρεση (βάση - κορμό – στέψη) με αντίστοιχες αποχρώσεις της ώχρας, κοκκινωπές και του γαλάζιου.
Με αντίστοιχο τρόπο χρησιμοποιούνταν συνδετικά κονιάματα και στους εσωτερικούς ξυλόπηκτους τοίχους, με σκοπό αφενός την προστασία και την ενίσχυση της ξυλοκατασκευής και αφετέρου την δημιουργία επίπεδης και κατακόρυφης επιφάνειας.
Στα νεοκλασικά κτήρια, ως είθισται, διαμορφώνονται πλαστικές διακοσμητικές λεπτομέρειες όψεων χρησιμοποιώντας πάντα τα λεγόμενα «τραβηχτά» κονιάματα (σκοτίες, ταινίες, ανάγλυφη διακόσμηση, κιονόκρανα εκφυλισμένης μορφής κ.ά). Αυτά έδιναν ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό αποτέλεσμα και έδιναν την εντύπωση άψογης τεχνικής τελειότητας.