ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΕΣ
Ο τρόπος οικοδόμησης των κτηρίων, όπως και τα οικοδομικά υλικά, δεν διαφέρουν από τα συνήθη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και αυτής της νεοκλασικής περιόδου. Οι εξωτερικές τοιχοποιίες κατασκευάζονται με χρήση του τοπικού λίθου και διαμορφώνουν αργολιθοδομές με συνδετικό κονίαμα από χώμα και χωρίς τη χρήση ξυλοδεσιών. Λειτουργούν ως φέροντας οργανισμός στα κτήρια.
Το πάχος τους μειώνεται από όροφο σε όροφο. Στα τριώροφα, στο επίπεδο του υπογείου, το πάχος είναι 0,90 μ., στο ισόγειο 0.80μ. και στον όροφο 0.70μ. Αντιστοίχως, στα διώροφα το πάχος στο επίπεδο του ισογείου κυμαίνεται από 0.60μ. – 0.70μ. και στον όροφο από 0.50 – 0.60μ. Στην μείωση αυτή, που γίνεται εσωτερικά, τοποθετούνται τα δοκάρια του πατώματος του ορόφου.
Στα παραδοσιακά κτήρια ο τρόπος κτισίματος των τοιχοποιιών γινόταν από έξω προς τα μέσα, δηλαδή κτίζονταν πρώτα οι εξωτερικές παρειές με μεγάλους και μεσαίους σε μέγεθος λίθους και εν συνεχεία, το κενό το οποίο αφηνόταν μεταξύ των δύο παρειών, γεμιζόταν με μικρότερους λατύπους και μπάζα. Επίσης, παρατηρείται η κατά τμήματα «οριζοντιοποίηση» της αργολιθοδομής με οριζόντιες σειρές – στρώσεις από λίθους (περίπου ανά 1,5μ.), προκειμένου τα υπερκείμενα στρώματα να έχουν καλύτερη έδραση στα υποκείμενα. Μεγάλη προσοχή δινόταν στην αποφυγή συνεχών κατακόρυφων αρμών, με σκοπό την καλύτερη συνοχή της δομής της τοιχοποιίας.
Στα νεοκλασικά κτήρια οι τοιχοποιίες είναι ημιλαξευτές αργολιθοδομές, σαφώς πιο επιμελημένες από αυτές των παραδοσιακών σπιτιών, με χρήση μεγάλων λίθων. Οι τοιχοποιίες αυτές δέχονται επιχρίσματα, τα οποία στα περισσότερα κτήρια δεν καλύπτουν όλες τις όψεις, αλλά μόνο τη μία ή τις δύο κύριες (που βλέπουν προς το δρόμο). Σε νεοκλασικά τα οποία μένουν ανεπίχριστα παρατηρείται η διαμόρφωση της τοιχοποιίας με επιμελώς λαξευτούς γωνιόλιθους τόσο στις γωνίες του κτηρίου όσο και στα ανοίγματα. Τέλος, στα «ωριμότερα» νεοκλασικά κτήρια (αρχές 20ου αιώνα), με την ευρεία χρήση του νέου υλικού του μπετόν – αρμέ, παρατηρείται η ενίσχυση της τοιχοποιίας με περιμετρικά chainages από οπλισμένο σκυρόδεμα, κυρίως στο επίπεδο του πατώματος, της ζώνης των πρεκιών των ανοιγμάτων του ορόφου και στο επίπεδο της στέγης.