Γενικά, η κάλυψη των κτηρίων γίνεται με την παραδοσιακή ξύλινη στέγη με ζευκτά, η οποία είναι τετράριχτη, δίριχτη και σε σχήμα Γ. Η επίστρωση των ζευκτών γίνεται είτε με το παραδοσιακό πέτσωμα (σανίδες) είτε με καλάμια και καλύπτεται με πήλινα κεραμίδια βυζαντινού τύπου (με τη χρήση άφθονου συνδετικού κονιάματος).
Η ξυλεία που χρησιμοποιείται είναι αυτή της περιοχής. Οι διαστάσεις των ξύλινων στοιχείων της στέγης ποικίλουν ανάλογα με το «άνοιγμα» που πρέπει να καλύψουν (ενδεικτικά και κατά μέσο όρο έχουν διάσταση διατομής 0.10Χ0.10μ.) και η τοποθέτηση των ελκυστήρων γίνεται ανά 0.40 – 0.50 μ. περίπου. Στα παραδοσιακά κτήρια μικρών διαστάσεων, πολλές φορές τα ξύλινα στοιχεία χρησιμοποιούνται χωρίς καθόλου ή με αδρή επεξεργασία, δείχνοντας έτσι και την απλότητα της κατασκευής, σε αντίθεση με τα νεοκλασικά και τα παραδοσιακά κτήρια μεγάλων διαστάσεων, όπου ολόκληρη η στέγη είναι επιμελώς κατασκευασμένη, από πελεκητή ξυλεία.
Ο τρόπος σύνδεσης των ξύλινων στοιχείων μεταξύ τους γίνεται είτε καρφωτά είτε με εντορμίες (κυρίως αφορά την ένωση των αμειβόντων με τους ελκυστήρες). Οι δύο κάτω γωνίες του τριγώνου του ζευκτού, δηλαδή η ένωση των ελκυστήρων με τους αμείβοντες, συνδέονται με την τοιχοποιία είτε με πάκτωση είτε μέσω διαμήκους δοκού, που διατρέχει περιμετρικά την εσωτερική παρειά της, με σκοπό να εξασφαλίζει τη σωστή κατανομή των φορτίων στον τοίχο (αντίστοιχη περίπτωση με τα πατώματα).
Επιπροσθέτως, στα νεοκλασικά κτήρια παρατηρείται η τοποθέτηση ακροκεράμων στις κύριες όψεις του κτηρίου, για λόγους αισθητικούς και διακοσμητικούς. Μάλιστα σε πολλά από αυτά, διαμορφώνεται και διπλή στρώση κεραμιδιών, με καλυπτήρες τοποθετημένους από την ανάποδη (κυρτή πλευρά) και από πάνω τους κεραμίδια, με τους καλυπτήρες και τους ευθείς στρωτήρες να είναι συμφυείς (αποτελώντας δηλαδή ένα ενιαίο κεραμίδι).