Η εγκατάσταση ανθρώπων στην περιοχή πρέπει να συνδυαστεί με την Κάθοδο των Δωριέων στα 1000 με 800 π.Χ. Στον απόκρημνο και βραχώδη λόφο «Γκραντίσκα» μαρτυρείται η ύπαρξη αρχαίου φρουρίου, το οποίο είχε ξαναχρησιμοποιηθεί στον 3ο μ.Χ. αιώνα, κατά τις βαρβαρικές επιδρομές, καθώς και στα βυζαντινά χρόνια. Το 1788, το χωριό πέρασε στα χέρια του Αλή πασά. Ο νεότερος οικισμός προέκυψε τη μεταβυζαντινή περίοδο, από πληθυσμούς που κατέφυγαν βορειότερα για να ξεφύγουν από τις επιδρομές των Τουρκαλβανών. 446 άτομα καταγράφηκε να είναι ο πληθυσμός το 2011 από την ελληνική στατιστική υπηρεσία με τους μόνιμους ωστόσο κατοίκους να είναι πολύ λιγότερους.
Η ζουπανιώτικη οικογένεια ήταν μια κλασική παραδοσιακή οικογένεια. Οι οικογένειες ήταν κατά κανόνα πολυπληθείς και κάτω από στην ίδια στέγη διέμεναν οι ταλαιπωρημένοι από την σκληρή βιοπάλη παππούδες, οι νύφες, τα αγόρια και τα κορίτσια. Αρχηγός ήταν ο γεροντότερος. Η πατριαρχική συγκρότηση της οικογένειας βοήθησε να ξεπεράσει τους κινδύνους που προέρχονταν από την καταπίεση του κατακτητή και από τις αλλεπάλληλες επιδρομές των αλβανικών ληστοσυμμοριών. Οι πολυπληθείς οικογένειες έχαιραν εκτίμησης διέθεταν δύναμη που τους παρείχε ασφάλεια και οικονομικό όφελος ,επειδή ο καθένας έκανε και μια δουλειά. Τα κορίτσια θεωρούνταν φορτίο για την οικογένεια και βασικός στόχος ήταν η παντρειά ενώ τα αγόρια θεωρούνταν ευλογία για λόγους οικονομικούς. Το αγόρι θα πήγαινε στη ξενιτιά να δουλέψει. Ωστόσο η ενότητα της οικογένειας όχι μόνο δεν χαλάρωνε όσο τα μέλη της έλειπαν αλλά δυνάμωνε.
Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και η κοινή αντιμετώπιση δυσκολίων σφυρηλάτησαν τη στενή συνεργασία των οικογενειών. Τα τεράστια σπίτια που χτίστηκαν περίπου πριν από 160 χρόνια είναι έργα που πραγματοποιήθηκαν με αλληλοβοήθεια και εθελοντική εργασία συγγενών και φίλων. Ξεκινούσε με την εξαγωγή και μεταφορά λίθων, την κοπή και μεταφορά ξυλείας και τελικά το χτίσιμο του σπιτιού.
Το χωριό έγινε το 1100 και η κύρια ασχολία ήταν η κτηνοτροφία. Από τα καρποφόρα δέντρα το επικυρίαρχο είναι η καστανιά που δίνει την επαρκή ποσότητα αγροτικού προϊόντος και χαρακτηρίζει τη φυσική μορφολογία της περιοχής. Ήταν τα μόνα εμπορεύσιμα προϊόντα και συνήθως ανταλλάσσονταν με λαχανικά που έφερναν οι περιοδεύοντες μανάβηδες. Επί κατοχής σλάβων επειδή με την κτηνοτροφία δεν έβγαινε τίποτα οι κάτοικοι έγιναν κτίστες. Η περιοχή στην οποία δραστηριοποιούνται είναι άγονη, γεμάτη βράχια και πέτρες. Για να εξασφαλίσουν τη λιγοστή καλλιεργήσιμη γη που έχουν στη διάθεση τους έπρεπε να τη στηρίξουν σε πέτρινα πεζούλια. Για να διευκολυνθεί η επικοινωνία μεταξύ γειτονικών οικισμών και η πρόσβαση στις ατομικές ιδιοκτησίες στρώνουν τους δρόμους με λιθόστρωτα.
Οι ζουπανιώτες μάστορες ήταν οργανωμένοι σε παρέες-συνεργεία. Την παρέα την κανόνιζε ο κάλφας, ο αρχηγός. Ήταν ολιγομελής και περιλάμβανε τον κάλφα, 6-7 μαστόρους, 5-6 μαστορόπουλα και 2 βοηθητικούς, έναν για το λατομείο και ένα για όλες τις δουλειές.
ΖΟΥΠΑΝΙΩΤΕΣ ΚΟΥΔΑΡΑΊΟΙ, Σωτήρης Κάσσος, Πολιτιστικός Σύλλογος Πενταλόφου, 2015
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΘΙΜΩΝ ΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΒΟΥΓΙΑ, Ανδρέας Ταρνανάς, Αιγόκερως