Οι στέγες στον οικισμό ήταν συνήθως ή τρίριχτες ή τετράριχτες με ελάχιστες εξαιρέσεις, όμως πάντοτε ο φέροντας οργανισμός τους ήταν από ξύλο. Κατά βάση ξεκινούσε με ένα ξύλινο οριζόντιο δοκάρι (ελκυστήρας) κάθετα στη διεύθυνση της μεγάλης πλευράς του κτιρίου και εδραζόταν σε ωπές στην τοιχοποιία. Στη συνέχεια ερχόταν κατοκόρυφα από το μέσον τους μέχρι και την κορυφή της στέγης οι ορθοστάτες και για να δημιουργηθεί η κλίση ενώνονταν το πάνω μέρος του ορθοστάτη με τα άκρα των ελκυστήρων μέσω των αμείβοντων. Για να ολοκληρωθεί το σύστημα συνδεόταν και το κάτω μέρος του ορθοστάτη με ένα σημείο κοντά στο μέσον του αμείβοντα (και όχι μόνο) μέσω των αντιρίδων και στο άνω μέρος του ορθοστάτη τοποθετούνταν και η κορυφοτεγίδα. Κάθετα στους αμείβοντες τοποθετόυνταν τεγίδες για να είναι δυνατή η κάλυψη της στέγης.
Η επικάλυψη των στεγών γινόταν με ρίκια τοποθετημένα κάθετα στη διέυθυνση των τεγίδων στένα κολλημένα μεταξύ τους, κονίαμα συνδετικό και κόκκινη άμμο (από τον Άγιο Νεκτάριο όπως μας είπαν) η οποία όταν ψηνόταν γινόταν κεραμίδι.