Τσεπέλοβο

Συμπεράσματα

Το Τσεπέλοβο είναι ένας οικισμός με ιδιαίτερη μορφή, η οποία παρουσιάζει έντονο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, λαμβάνοντας υπόψιν την πορεία του στον χρόνο, τη γενικότερη συγκρότησή του αλλά και τις επιμέρους κτηριακές μορφές. 

Οι υλικοί παράγοντες σχετίζονται κυρίως με τα φυσικά χαρακτηριστικά του ίδιου του τόπου. Καθοριστικό παράγοντα αποτελεί η μορφολογία του εδάφους, στην οποία προσαρμόζεται ο δομημένος χώρος, δημιουργώντας έτσι ενδιαφέρουσες τομές και σχέσεις δημοσίου και ιδιωτικού χώρου. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο για τη μορφή του οικισμού διαδραμάτισε το κλίμα της περιοχής, χαρακτηριζόμενο γενικά από χιονοπτώσεις, βροχές και υγρασία σε αρκετά διαστήματα μέσα στο χρόνο. Η ανάγκη για προστασία από τα παραπάνω φαινόμενα οδήγησε σε ενέργειες που καθόρισαν την τελική μορφή του οικισμού (λχ. Κλίση των στεγών για την απομάκρυνση του χιονιού). Προφανώς τα υλικά των κατασκευών που χρησιμοποιήθηκαν αντλούνταν από τους άμεσα διαθέσιμους πόρους και δημιούργησαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Ζαγορίου. Το βραχώδες έδαφος και η δασική έκταση, πλούσια σε έλατα και δρύες, καθιστούν προφανή τη χρήση δομικών λίθων, σχιστολιθικών πλακών και ξύλου ως βασικά δομικά κατασκευαστικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, η άφθονη διάθεση ξυλείας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του οικισμού λόγω της εκτεταμένης χρήσης του τόσο σε δομικά όσο και σε διακοσμητικά στοιχεία.

Ο οικονομικός, κοινωνικός και πολιτισμικός παράγοντας συνέβαλαν σημαντικά στη συνολική εξέλιξη του οικισμού. Η ανάδειξή του ως διοικητικό κέντρο του Ζαγορίου στο δεύτερο μισό του 19ου αι. οδήγησε στην οικονομική και πολιτισμική του άνθιση με την συσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου και κατ’ επέκταση την ανέγερση σημαντικών για την πολιτιστική ζωή και τις οικονομικές δραστηριότητες. Η ενασχόληση των κατοίκων με την γεωργία και, κυρίως, την κτηνοτροφία δικαιολογεί την συχνή εμφάνιση ειδικής χρήσεως κτισμάτων (αποθήκες, αγροτόσπιτα, κ.ά.) και την παραγωγική δραστηριότητα να εμφανίζεται περιφερειακά προς τις δασικές εκτάσεις. Ενώ υπήρξε σημαντικός κόμβος σύνδεσης, επικοινωνίας και εμπορίου με τους κοντινούς οικισμούς, η γεωγραφική του θέση αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα, καθώς δεν έχει οπτική ή ακουστική επαφή με τους γειτονικούς οικισμούς, κάτι που ισχύει για τους υπόλοιπους. 

Η σταδιακή αποδυνάμωση του (μεταφορά του διοικητικού κέντρου και η διακοπή της λειτουργίας των σχολείων) είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή των ενδιαφερόντων τους σε διαφορετικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικές, πλέον, με τον τουρισμό. Το κέντρο του χωριού, με την πλατεία του να αποτελεί ζωτικό παράγοντα και πυρήνα κοινωνικής συναναστροφής, έχει συγκεντρώσει την πλειοψηφία των οικονομικών δραστηριοτήτων. Η λειτουργία πολλών κτηρίων ως ξενώνες και η χρήση αρκετών παλαιών κτηρίων ως εξοχικές παραθεριστικές κατοικίες αποτελούν χαρακτηριστικές ενδείξεις της μεταβολής αυτής, ένα φαινόμενο που αντικατοπτρίζεται και στο μειωμένο αριθμό μόνιμων κατοίκων

Μία από τις πιο σημαντικές μεταβολές που υπέστη το χωριό και άλλαξε ριζικά τον τρόπο προσέγγισής του είναι η είσοδός του. Μετά τη κατασκευή του νέου ασφαλτοστρωμένου επαρχιακού δρόμου τη δεκαετία του 1960 αυτή άλλαξε τοποθεσία. Τα δύο γεφύρια που κάποτε αποτελούσαν στοιχεία κύρους για το Τσεπέλοβο και οριοθετούσαν μία σημαντική είσοδο σε αυτό, πλέον έχουν χάσει την εξαίρετη σημασία τους. Σήμερα, ο αραιά δομημένος χώρος της περιοχής εισόδου στον οικισμό σε μεγάλη απόσταση από τον πυρήνα του, δυσχεραίνει την αντίληψη της φυσιογνωμίας του, και καταλύει το προϋπάρχον δίκτυο σύνδεσης των οικισμών του Ζαγορίου. Στην ίδια τη περιοχή του περιφερειακού δρόμου (νοτιοανατολικό κομμάτι του οικισμού) παρατηρείται όχι μόνο η πλειοψηφία νεότερων κτηρίων, αλλά και η εύκολη πρόσβαση από οχήματα, κάτι που δηλώνει πρόδηλα τη σύγχρονη επέκταση του οικισμού προς τα εκεί. 

Θα χαρακτηρίζαμε τον οικισμό ομοκεντρικό και αρκετά πυκνό γύρω από την κεντρική του πλατεία, στην οποία εντοπίζεται πλήθος παλαιών κτισμάτων, καθώς εκεί συναντώνται τα περισσότερα αρχοντικά, στοιχείο εξουσίας και πλούτου, κάτι που μαρτυρά την "ιδεολογική" δομή του. Απότομη αραίωση παρατηρείται κατά την απομάκρυνση από εκείνη, σε περιοχές δηλαδή όπου κατά κύριο λόγο παρατηρούνται μεταγενέστερα κτήρια με ιδιωτικές χρήσεις όπως εξοχικές κατοικίες ή και ξενοδοχεία.

Παρόμοια συμπεριφορά υφίσταται προφανώς και στον τρόπο ανάπτυξης του οδικού δικτύου, καθώς η κοντινή σχέση μεταξύ των κτηρίων στο κέντρο του οικισμού δημιουργούν συχνά στενούς δρόμους και μονοπάτια/ «σοκάκια»  με αυστηρά κτηριακά μέτωπα, σε αντίθεση με περιοχές κοντά στα όρια του οικισμού, οι οποίες διαθέτουν δρόμους με μεγαλύτερο πλάτος, κάτι που αντιπαρατίθεται με τον πυκνό ιστό του κέντρου.

Οι παράγοντες αυτοί (κοντινά κτήρια, ποικιλία υψών, πλάτος δρόμων και μεταβατικές περιοχές) δημιουργούν ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων χώρων, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες αποτελούν καταλυτικά σημεία ανάπτυξης μιας οικείας κοινωνικής ζωής. Η σχέση ιδιωτικού και δημόσιου χώρου είναι αυστηρά καθορισμένη, γεγονός που υποδηλώνει η χρήση ψηλών και συμπαγών μαντρότοιχων και η τοποθέτηση της κοινωνικής ζωής στις αυλόθυρες, οι οποίες έχουν αποκτήσει δομικό και κοινωνικό χαρακτήρα.

Ως επιστέγασμα των ανωτέρω, θα λέγαμε πως το Τσεπέλοβο με την πάροδο των ετών έχει αποκτήσει μία ιδιαίτερη ταυτότητα με πληθώρα στοιχείων που την συνθέτουν. Βέβαια, τόσο λόγω της παλαιότητας του οικισμού, όσο και εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων, στα κτίσματα παρατηρούνται αλλοιώσεις τόσο στα δομικά όσο και στα μορφολογικά στοιχεία που απαιτούν τους κατάλληλους χειρισμούς για τη διατήρηση του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα της περιοχής. Στην προσπάθεια των κατοίκων να καλύψουν τις φθορές παρατηρούνται ποικίλες παρεμβάσεις στα κτίρια, και κατ’ επέκταση στην φυσιογνωμία του οικισμού. Ποιος είναι ο γνώμονας, όμως, με τον οποίο κάποιος επεμβαίνει στην κατασκευή; Αρκετές είναι οι περιπτώσεις, όπου οι επεμβάσεις είναι έκδηλες, άσχετα με το εάν είναι σημειακές ή εκτεταμένες. Αυτό οφείλεται στον τρόπο και στα μέσα που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά τη διαδικασία αυτή. Μία παρέμβαση όμως μπορεί να επιφέρει συνέπειες σε βαθμό πέραν του ίδιου του κτιρίου. Αφενός μπορεί να έχει τα προσδοκόμενα αποτελέσματα, αφετέρου υπάρχει κίνδυνος να επηρεάσει τον χαρακτήρα του οικισμού στο σύνολο του. Τότε πρόκειται, όχι για επέμβαση, αλλά για αλλοίωση, αλλοίωση της φυσιογνωμίας και της αρχιτεκτονικής παράδοσης. Είναι εκεί που διαφαίνεται η επιρροή των ενεργειών σε οποιοδήποτε επίπεδο, είτε είναι στους δρόμους, είτε είναι στα κτίρια, είτε ακόμη και στις περιφερειακές επεκτάσεις του οικισμού.

Καθοριστικό παράγοντα σε αυτό είναι τα μέσα, ο τρόπος και η κλίμακα της επέμβασης. Καθοριστική είναι η προσθήκη των σύγχρονων υλικών στην ήδη υπάρχουσα κατασκευή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η χρήση νέων βιομηχανικών και εργοστασιακών υλικών οικοδομής. Στις περασμένες δεκαετίες αρκετές είναι οι περιπτώσεις ανάμιξης συμβατικών υλικών οικοδομής με τα τότε καινούργια υλικά. Για παράδειγμα παρατηρεί κανείς, κτίρια με διαφορετική υλικότητα, αλλά και τρόπου δόμησης, ανά στάθμη.

Εύλογο είναι το ερώτημα εάν τα πλεονεκτήματα των ορισμένων καινούργιων υλικών οικοδομής και του τρόπου δόμησης τους υπερτερούν των αρνητικών συνέπειων που μπορεί να έχουν στον οικισμό. Πως επεμβαίνει όμως κανείς σε ένα σύνολο με ένα καθορισμένο χαρακτήρα;· με ένα χαρακτήρα, που όπως έχει ειπωθεί και παραπάνω, έχει καθοριστεί από συγκεκριμένους παράγοντες, υλικούς και άυλους;

Ένα σημαντικό παράδειγμα αλλοίωσης του οικισμού στο δημόσιο χώρο, το οποίο  γίνεται παρατηρήσιμο, είναι η αλλαγή της στάθμης του οδικού δικτύου με σκοπό την τοποθέτησης αγωγών αποχετεύσεων (παρατηρείται έως και 1.5 μέτρο διαφορά). Αυτό έχει επηρεάσει τη σημασία των αξόνων του ευρύτερου οδικού δικτύου. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μορφολογική αλλοίωση των καλντεριμιών. Αναλυτικότερα, το πλήθος των καλντεριμιών έχει ανακατασκευαστεί. Αυτό αποτελεί ένα από τα πολλά παραδείγματα μίμησης, χωρίς λειτουργική ιδιότητα.

Την ίδια στιγμή καθοριστικό ρόλο φαίνεται να έχουν και τα καινούργια κτίρια. Η τοποθεσία τους στον οικισμό, η αναλογία δομημένου και αδόμητου χώρου, η ογκοπλασία των κτιρίων και η κλίμακα τους, επηρεάζει την ευρύτερη εικόνα του οικισμού στον οποίο εντάσσονται. Είναι αυτά που καθορίζουν την εξέλιξη του οικισμού και χρονικά, αλλά και χωρικά. Δεν αρκεί απλώς η μίμηση κάποιων βασικών αρχιτεκτονικών και μορφολογικών στοιχείων για μία πιο σωστά ενταγμένη αρχιτεκτονική, με σκοπό την ενσωμάτωση της στον υπάρχοντα οικισμό.

Στο Τσεπέλοβο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, σε προηγούμενες δεκαετίες έχουν παρατηρηθεί τόσο κάποιες άτακτες επεκτάσεις του οικισμού, όσο και ορισμένες «πρόχειρες» ανακαινίσεις. Εντούτοις, με την πάροδο του χρόνου και την καλύτερη αφομοίωση των υλικών (όσον αφορά την καλύτερη τους χρήση στην οικοδομή), έχουν βελτιωθεί οι τρόποι επέμβασης  στα κτίρια με αποτέλεσμα να μειώνεται ο βαθμός αλλοίωσης. Την ίδια στιγμή με την θέσπιση και αναθεώρηση νομοθετικών πλαισίων, οι τρόποι των επεμβάσεων στα παλιότερα κτίρια οριοθετήθηκαν.

 Κλείνοντας, το Τσεπέλοβο έχει καταφέρει να διατηρήσει τον ιδιαίτερό του χαρακτήρα και την ζαγορίσια παραδοσιακή αρχιτεκτονική του, που ενισχύουν το σύνολο και τη σχέση με το ειδυλλιακό τοπίο. Τα ερωτήματα για το πώς παρεμβαίνουμε σε ένα τέτοιο οικισμό παραμένουν ανοιχτά...