Η Στεμνίτσα αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα της Αρκαδικής αρχιτεκτονικής, αφού στα κτήρια της έχουν αποτυπωθεί όλες οι φάσεις της οικοδομικής εξέλιξης, ενώ παράλληλα έχει διατηρηθεί σχεδόν αναλλοίωτο το ύφος και ο χαρακτήρας της παραδοσιακής δόμησης. Ακόμη η εναρμόνιση του οικιστικού ιστού με το φυσικό ορεινό τοπίο, τόσο όσον αφορά στην χωροταξία όσο και στην επιλογή των υλικών που απόλυτα συνταιριάζονται με το δασικό περιβάλλον (πέτρα, ξύλο κλπ.) έχει συντελέσει στη δημιουργία ενός συνόλου τόσο ενιαίου, που κανείς θα έλεγε ότι ο οικισμός μοιάζει να χάνεται στην πλαγιά του Μαινάλου.
Μελετώντας κανείς την περιοχή στη μικροκλίμακά της θα φτάσει στο συμπέρασμα ότι αναπτύχθηκε με τρόπο τέτοιο, ώστε να εξυπηρετεί τις εκάστοτε ανάγκες των κατοίκων της (μικρά σύνολα κτισμάτων στην αρχή για την αντιμετώπιση του κινδύνου των επιδρομών, συγκρότηση εμπορικής ζώνης γύρω από κεντρική αρτηρία κατά την περίοδο της βιοτεχνικής ανάπτυξης, διασπορά των κτισμάτων σε σημεία με πλεονεκτική ως προς τη θέα θέση κλπ.). Ακόμη εύκολα θα παρατηρήσει κανείς την αμφιθεατρική διάταξη του οικισμού, με τα κτίσματα να προσαρμόζονται στις υψομετρικές καμπύλες και τους δρόμους να ακολουθούν την ίδια ροή, γεγονός που μάλλον απορρέει και από μια προσπάθεια κανονικοποίησης της άναρχης δόμησης, αξιοποίησης της θέας και του μεσημβρινού προσανατολισμού, με την αποφυγή της αλληλοκάλυψης των κτηρίων αλλά και κάποια ευκολία που μάλλον πρόσφερε στη δόμηση αυτή η τακτική αφού η εξομάλυνση του εδάφους ήταν σαφώς δυσκολότερη απ’ ότι σήμερα. Ως προς το τελευταίο παρατηρείται το φαινόμενο, σπίτια δύο η και παραπάνω ορόφων να φαίνονται μονώροφα από το δρόμο, αφού είναι κτισμένα πάνω στην κλίση του εδάφους.
Ως προς την τυπολογία των κτισμάτων, αναγνωρίζονται τρεις τύποι κατόψεων, η τετραγωνική, το «μακρυνάρι» (παραλληλόγραμμο με αναλογία πλευρών περίπου ένα προς δύο), και το Γ όπου το κτήριο αναπτύσσεται σε δύο κάθετους άξονες. Στο εσωτερικό των κατοικιών διακρίνουμε το χαρακτηριστικό διαχωρισμό των ορόφων σε ανώι και κατώι, τα οποία παρουσιάζουν διαφορές ως προς τη χρήση τους.
Ακόμη η οικοδομική ανάλυση του οικισμού, δίνει σημαντικές πληροφορίες για τους τρόπους κατασκευής των κτισμάτων και προδίδει τις ιδιαίτερες δεξιότητες των διάσημων «πετράδων» της περιοχής. Η συναρμογή τις πέτρας και οι προσεγμένες λεπτομέρειες στον κατά τα άλλα βαρύ στατικό φορέα δεν παίρνουν απαρατήρητες. Η χρονολόγηση δε των κτηρίων προκύπτει άμεσα από την οικοδομική παρατήρηση αφού για παράδειγμα στα παλαιότερα σπίτια, όταν η τεχνογνωσία περί πέτρινων κατασκευών ήταν ακόμα σε πρωτογενές στάδιο, απαντώνται μικρότερα ανοίγματα (σε ορισμένες περιπτώσεις σχεδόν σχισμές στους τοίχους), τα οποία στη συνέχεια και με την εξέλιξη των μέσων και την αθροιστική εμπειρία των τεχνιτών, μεγαλώνουν και εμπλουτίζονται με τοξωτές κατασκευές ανακουφιστικού ή και διακοσμητικού χαρακτήρα. Ακόμη παρατηρούνται διάφορες προσθήκες όπως οι εξώστες και άλλες κατασκευές που δεν συμπεριλαμβάνονταν στη αρχική τυπολογία.
Ο οικισμός λοιπόν χαρακτηρίζεται από τις διάφορες φάσεις οικοδόμησης του, οι οποίες παρά τις αλλοιώσεις που πιθανώς επέφεραν συνυπάρχουν σε ένα αρμονικό σύνολο που εντυπωσιάζει τον παρατηρητή.