Στην επαρχία της Κόνιτσας, μετά τον 10ο αιώνα, οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν ελληνόγλωσσοι ορθόδοξοι χριστιανοί ενώ υπήρχαν και Σλάβοι, βλάχοι, Αλβανοί, Τούρκοι και γύφτοι. Ο Πουσκεβίλ, γύρω στο 1820, υπολόγισε τον πληθυσμό της Κόνιτσας και των 30 χωριών της σε 20.000 κατοίκους, εκ των οποίων το ¼ ήταν μωαμεθανοί. Το 1894 υπολογίστηκε ότι οι κάτοικοι της Κόνιτσας ήταν 7.000 με τους μισούς από αυτούς να ήταν μωαμεθανοί. Η ίδρυση όμως πολλών μονών και εκκλησιών την περίοδο εκείνη στην επαρχία της Κόνιτσας υποδηλώνει ότι οι εξισλαμισμένοι δεν την επηρέασαν σημαντικά. Ενδεικτικά, στα χωριά της Μόλιστας ιδρύθηκαν ή ανακαινίστηκαν μονές το 1672, το 1759, το 1819 και το 1892.
Αριθμός οικογενειών του Γαναδιού μετά το 1869, όπως προκύπτει από ονομαστικούς καταλόγους που διαθέτει ο Χαρίλαος Γ. Γκούτος | |
1870 | 67 |
1908 | 62 |
1915 | 68 |
1920 | 67 |
1923 | 63 |
1929 | 59 |
1945 | 56 |
Κάθε οικογένεια είχε το 1846 επτά μέλη, το 1880 έξι και το 1895 5.5 μέλη.
| 1846 | 1874 | ||
Οικισμοί | Οικογένειες | Κάτοικοι | Οικογένειες | Κάτοικοι |
Κόνιτσα | 579 | 4053 | 343 | 2058 |
Μόλιστα | 89 | 623 | 247 | 1482 |
Στους οικισμούς της Μόλιστας μετοίκησαν πολλές οικογένειες από την Καραμοτρατιά το 1687 λόγω των ταραχών που έγιναν τότε εκεί, από το Σκαμνέλι Ζαγορίου πριν από το 1750 λόγω της λεηλασίας του από Αλβανούς, και ίσως από την Μοσχόπολη το 1769 λόγω της τότε καταστροφής της. Όταν το 1670 ερημώθηκε η Σιουπόστιανη λόγω πανώλης ή λόγω της συχνής διέλευσης στρατού, αρκετοί κάτοικοι της εγκαταστάθηκαν στα χωριά της Μόλιστας. Πάντως στο Γαναδιό τουλάχιστον, μετά το 1821 προστέθηκαν πολλοί νέοι κάτοικοι, προερχόμενοι από τους άλλους οικισμούς της Μόλιστας ή και από αλλού, εξαιτίας μάλλον των αλλαγών και των ταραχών που συνέβησαν μετά την πτώση του Αλή πασά.
Σήμερα το Γαναδιό έχει λιγότερους από 30 μόνιμους κατοίκους. Κατά τους θερινούς μήνες ο πληθυσμός αυξάνεται ιδιαίτερα λόγω της επιστροφής των απόδημων Γαναδιωτών.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Το οθωμανικό κράτος αρχικά έλαβε ευνοϊκά μέτρα για τους αγρότες, φορολογώντας τους πιο ήπια. Η αγροτική ανάπτυξη συνετέλεσε στην ανάπτυξη του εμπορίου, των μεταφορών και της βιοτεχνίας. Τον 17ο αιώνα, το κράτος ευνόησε την τσιφλικοποίηση πολλών περιοχών, με συνέπεια την αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Κυρίως μετά το 1740 οι μεγαλογαιοκτήμονες (τσιφλικάδες), οι «προστάτες» και οι ληστές απομυζούσαν τα εισοδήματα από την παραγωγή και δεν έκαναν επενδύσεις στην περιοχή, με αποτέλεσμα πολλοί αγρότες να επαναστατήσουν και να φύγουν στα βουνά ή στο εξωτερικό.
Η γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή προοριζόταν κυρίως για αυτοκατανάλωση, αφού άλλωστε, ακόμη και αν μπορούσε να αυξηθεί, η μεταφορά των προϊόντων στα εμπορικά κέντρα (Γιάννενα) ήταν δύσκολη και ασύμφορη. Οι περισσότερες συναλλαγές γίνονταν στις εμποροπανηγύρεις (παζάρια). Αν είχαν έλλειμμα από την παραγωγή τους, οι κάτοικοι αγόραζαν προϊόντα σε πολύ υψηλές τιμές από τα καραβάνια των βλάχων το καλοκαίρι. Σαν πρόσθετη οικονομική πηγή είχαν το κυνήγι και τους ταμπακόμυλους. Κυριότερα γεωργικά προϊόντα της Μόλιστας ήταν: τα δημητριακά, το κηπευτικά, τα αμπελουργικά, ο καπνός, το κορκάρι (κρεμυδούλι) και το καννάβι ή το λυνάρι. Το Γαναδιό το 1934 παρήγαγε 90.000 οκάδες σταφύλια και κάθε σπίτι έφτιαχνε το δικό του κρασί και τσίπουρο. Στους κήπους τους, οι Γαναδιώτες μέχρι και σήμερα καλλιεργούν ντομάτες, πατάτες, πιπεριές και φασόλια, για προσωπική τους κατανάλωση, ενώ η παραγωγή τσίπουρου έχει σχεδόν σταματήσει αφού λόγω της μείωσης του πληθυσμού, δεν καλλιεργούνται αμπέλια και ένα μικρός μόνο αριθμός οικογενειών μπορούν πλέον να παράγουν ντόπιο τσίπουρο.
Αρκετοί Γαναδιώτες εργάζονταν για την κατασκευή σπιτιών στο Ζαγόρι και σε όλη την Ήπειρο και αργότερα στην Μακεδονία. Στα παλιά χρόνια, μέχρι τα προπολεμικά, οι Γαναδιώτισσες «έσπερναν καννάβι στην περιοχή κάτω από το Γυφτοκάλυβο, το μούσκευαν καλά το κοπανούσαν και το έκαναν νήμα, με το οποίο έφτιαχναν υποκάμισα με τους αργαλιούς.
Στις αρχές του 18ου αιώνα, βλέποντας τους Ζαγορίσιους και άλλους Ηπειρώτες να αποδημούν στη Ρουμανία και να πλουτίζουν, πολλοί Μολιστινοί, πολλοί από τους οποίους ήταν από το Γαναδιό, αποφάσισαν να πράξουν το ίδιο. Η αποδημία Μολιστινών στην Ρουμανία (Βλαχιά) άρχισε γύρω στο 1800 και ωφέλησε οικονομικά τόσο τους μετανάστες όσο και τους συγγενείς που έμειναν στο χωριό. Οι Έλληνες απόδημοι άνοιξαν παντοπωλεία, αρτοποιεία και ταβέρνες κυρίως στο Βουκουρέστι. Λόγω του Ρωσσοτουρκικού πολέμου το 1876, η Ρουμανία αποτέλεσε δίοδο ρωσικών στρατευμάτων, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι από αυτούς να πλουτίσουν. Μετά την απελευθέρωση του χωριού από τους Τούρκους το 1912, οι ξενιτεμένοι ξεκίνησαν να στέλνουν οικονομική βοήθεια στις οικογένειες τους πίσω στο χωριό, ενώ στα γεράματα τους, επέστρεφαν οι ίδιοι πίσω και έκτιζαν πλούσια σπίτια. Έτσι η επαρχία της Μόλιστας εξελίχθηκε στην πλουσιότερη κώμη της Κόνιτσας και μετατράπηκε από μια πενιχρή πόλη της Βόρειας Ηπείρου σε νέα Ελβετία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν γραπτές πηγές από την εποχή εκείνη. Το Γαναδιό, ήταν η ευπορότερη συνοικία της Μόλιστας και ονομαζόταν «αρχοντοχώρι».