Οι Άνω Καλάθενες αποτελούν έναν παραδοσιακό οικισμό της ανατολικής Κρήτης, που αναπτύχθηκε αμφιθεατρικά, σε εναρμόνιση με το φυσικό περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφώθηκε στην πλαγιά κατάφυτου λόφου. Η ευρύτερη περιοχή εντάσσεται στην μεσογειακή κλιματική ζώνη, στην οποία ο ήπιος χειμώνας, σε συνδυασμό με το σχετικά θερμό καλοκαίρι, με την μέση θερμοκρασία να αγγίζει τους 30 βαθμούς Κελσίου, διαμορφώνουν το φυσικό περιβάλλον που διακρίνεται για την πυκνή του βλάστηση και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την οικοδομική ανάπτυξη του οικισμού. Από το φυσικό περιβάλλον προέρχονται και τα βασικά οικοδομικά υλικά, όπως χαρακτηριστικά το ξύλο και ο λίθος που αποτελούν αναπόσπαστο και καθοριστικής σημασίας παράγοντα για την διαμόρφωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του τόπου.
Ο οικισμός χαρακτηρίζεται αμιγώς αγροτικός, δεδομένου ότι η οικονομία του στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην παραγωγή εξαιρετικών τοπικών προϊόντων, όπως χαρακτηριστικά το λάδι, το κρασί και η ξυλεία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκύπτει από την ιστορική εξέλιξη του οικισμού των άνω Καλαθενών, δεδομένου ότι αρκετές και διαφορετικής φιλοσοφίας κουλτούρες επηρέασαν εμφανέστατα την αισθητική και την αρχιτεκτονική του. Αυτή η άρτια και ισορροπημένα συνδυασμένη πολυπολιτισμικότητα προσδίδει στον οικισμό ένα πραγματικά ξεχωριστό και αξιοσημείωτο γνώρισμα.
Από την διαμόρφωση του οικισμού προκύπτει με σαφήνεια η ανάγκη της άμυνας. Συγκεκριμένα στην περιοχή εντοπίζονται 2 οικιστικές ενότητες, οι οποίες συγκροτούνται από κτιριακές μονάδες, και αναπτύσσονται στο βόρειο και δυτικό τμήμα της, αντίστοιχα. Βασικό χαρακτηριστικό της οικιστικής συγκρότησης, αποτελεί η αξιοποίηση των ανισοσταθμιών του εδάφους, όπως φαίνεται από τα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης των κτιριακών μονάδων, η κίνηση στα οποία πραγματοποιείται μέσω συνεχομένων κλιμακοστάσιων, τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών. Ταυτόχρονα η συνολική διάταξη των μονάδων, με τρόπο τέτοιον ώστε να εξασφαλίζεται η ενδοεπικοινωνία ανάμεσά τους αποτελεί επίσης σημαντικό χαρακτηριστικό της συγκρότησης της περιοχής, το οποίο σε συνδυασμό με την ανυπαρξία κεντρικής αρτηρίας κυκλοφορίας, επιβεβαιώνει την φρουριακή δομή του τόπου.
Η πρώτη οικιστική ενότητα φαίνεται να προηγείται χρονολογικά της δεύτερης, καθώς στην πλειονότητα τους τα κτίρια που εντοπίζονται είναι παραδοσιακά χωρίς μεταγενέστερες επεμβάσεις και αρκετά από αυτά δεν είναι διατηρημένα σε καλή κατάσταση. Αντίθετα στην δεύτερη οικιστική ενότητα, συναντώνται εκτός των παραδοσιακών καλά διατηρημένων κτιρίων, και άλλα, που έχουν υποστεί σημαντικές μεταγενέστερες επεμβάσεις. Παρόλα αυτά, και στις δυο εντοπίζεται η διάταξη της φρουριακής δομής, στοιχείο που αποκαλύπτει πως αυτά τα τμήματα της ευρύτερης περιοχής χρονολογούνται ήδη από την περίοδο της ενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας.
Απόρροια της μεταγενέστερης ιστορικής εξέλιξης, αλλά ταυτόχρονα και καθοριστικός παράγοντας για την μέχρι τότε ομοιογένεια της ευρύτερης περιοχής, αποτέλεσε η διάνοιξη κεντρικής αρτηρίας, το 1968, η οποία διατρέχει ανατολικά τον οικισμό στο σύνολο του. Το παραπάνω σε συνδυασμό με τη μετέπειτα διαμόρφωση του ανατολικού μετώπου του δρόμου, με σύγχρονες κατοικίες, παρατεταμένες η μια διπλά στην άλλη, διαφοροποιείται σημαντικά από τον μέχρι τότε χαρακτήρα του τόπου, καθώς δεν εντοπίζονται ομοιότητες ως προς τη διάταξη και τη μορφή των κτιριακών μονάδων.
Συμπερασματικά, προκύπτει λοιπόν, ότι στο ποσοστό που έχει μείνει αναλλοίωτος, ο οικισμός διατηρεί τα χαρακτηριστικά της συγκρότησης του όπως αυτά προέκυψαν παραπάνω. Ωστόσο, μεταγενέστερες παρεμβάσεις στην περιοχή, τόσο από την κοινότητα (διάνοιξη δρόμου) όσο και από τους κάτοικους μεμονωμένα (ανέγερση νέων κατοικιών, παρεμβάσεις σε υφιστάμενα κτίρια), φαίνεται να αντιτίθενται κατά κάποιο τρόπο στην προϋπάρχουσα λογική εξέλιξης του (φρουριακή δομή) τόσο σε επίπεδο διάταξης των κτιρίων, όσο και σε επίπεδο μορφολογίας. Θα πρέπει, παρόλα αυτά, να επισημανθεί το γεγονός ότι τα πολιτικά και οικονομικά δεδομένα της εκάστοτε ιστορικής περιόδου είναι ίσως αυτά που τελικά διαμόρφωσαν τη σημερινή εικόνα της περιοχής η οποία δεν διατηρεί τελικά μια συνολική ομοιογένεια, πάρα μόνο σε επιμέρους οικιστικές ενότητες. Οι αλλαγές σε χρήσεις των κτιρίων κατέστησαν από πολύ νωρίς αναγκαίες τις επεμβάσεις στα υφιστάμενα παραδοσιακά κτίσματα. Το συγκρότημα 54, που κατά την οθωμανική περίοδο πιθανώς στέγαζε επαγγελματικό χώρο φαίνεται να μετατράπηκε σε κατοικία, η οποία απαιτούσε άλλη κλίμακα χώρων και έτσι δημιουργήθηκαν μικρότερα δωμάτια με το χτίσιμο καμάρων. Επίσης, με την πάροδο των χρόνων και την επίδραση των περιβαλλοντικών συνθηκών, οι κατασκευές υπόκεινται στη φθορά και χρειάζονται συντήρηση.
Κυριότερη αιτία πρόκλησης φθορών στα παραδοσιακά κτίσματα αποτελεί η υγρασία, η οποία επηρεάζει όλα τα δομικά και κατασκευαστικά στοιχεία, προκαλώντας διάσπαση της συνοχής των θεμελίων της λίθινης τοιχοποιίας, ρηγματώσεις και αποκόλληση του επιχρίσματος. Ακόμη, οι δυναμικές καταπονήσεις που υφίστανται στις οροφές έχουν ως αποτέλεσμα την αποκόλληση τους από τους τοίχους και την κατάρρευσή τους. Οι παράγοντες αυτοί έχουν επηρεάσει άμεσα και τα παραδοσιακά κτίσματα του οικισμού με την πλειοψηφία αυτών, σε ποσοστό 40,5% να βρίσκονται σε κακή κατάσταση, ενώ μόνο το 23,3% να χαρακτηρίζονται καλά διατηρημένα.
Αντίστοιχα με τις αλλαγές στις συνθήκες ζωής και την είσοδο νέων υλικών στην περιοχή, γίνονταν σε μεγάλο βαθμό παρεμβάσεις με σκοπό τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Οι επεμβάσεις είναι είτε συμβατές με τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του οικισμού, όπως για παράδειγμα η προσθήκη επιπλέον χώρων και η αντικατάσταση κουφωμάτων, είτε όχι, όπως η προσθήκη επιχρίσματος στη λίθινη τοιχοποιία που αφήνει εμφανή τμήματα της και η χρήση οπλισμένου σκυροδέματος για την επικάλυψη εξωτερικών επιφανειών ή δημιουργία κλιμάκων. Η χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος για την κάλυψη των κτισμάτων με οριζόντιο δώμα χαρακτηρίζεται συμβατή παρέμβαση, παρόλο που το μπετόν δεν είναι παραδοσιακό υλικό δόμησης. Αυτό συμβαίνει γιατί το οριζόντιο δώμα είναι χαρακτηριστικό της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του τόπου και με την παραπάνω τεχνική επιτυγχάνεται η διατήρησή του με την πλειοψηφία των κτισμάτων του οικισμού, σε ποσοστό 76,6% να διαθέτουν οριζόντιο δώμα έναντι της στέγης.
Αυτό σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες ήπιες παρεμβάσεις, διαμορφώνουν πολύ υψηλά ποσοστά συμβατών επεμβάσεων στα παραδοσιακά κτίσματα σε σχέση με τις ασύμβατες. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το ποσοστό των τροποποιημένων παραδοσιακών κτισμάτων συμπίπτει με το ποσοστό των κτισμάτων που είναι σε καλή κατάσταση, που σημαίνει ότι παρά τη συμβατότητα ή όχι των τροποποιήσεων, αυτές συμβάλλουν στην ανάπτυξη καλών συνθηκών διαβίωσης. Αντίθετα, το άθροισμα των ποσοστών της μέτριας και κακής διατήρησης των κτισμάτων συμπίπτει με το ποσοστό τον αυθεντικών παραδοσιακών, το οποίο μαρτυρά την αδυναμία αυτών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου τρόπου κατοίκησης.
Ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι από τα σύγχρονα κτίρια στο μεγαλύτερο ποσοστό κατέχουν αυτά που δεν εντάσσονται στον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του οικισμού. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήδη ο αριθμός των σύγχρονων είναι σχεδόν ίσος με τον αριθμό των παραδοσιακών και τα περισσότερα από αυτά δεν είναι σε καλή κατάσταση, έχει ως απόρροια την αυξανόμενη ζήτηση για τις σύγχρονες μορφές κατοίκησης αδιαφορώντας για την κατάληξη του ιστορικού τμήματος του χωριού. Τα παραδοσιακά κτίρια έχει αποδειχθεί ότι με τις απαραίτητες επεμβάσεις μπορούν να προσφέρουν υψηλές ποιότητες κατοίκησης και αφού αποτελούν μεγάλο μέρος του δομημένου ιστού του οικισμού, παρέχουν ίσως την πιο κατάλληλη και συμφέρουσα κατοικία για τον οικισμό των Καλαθενών.