Δώματα
Τα δώματα διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στη διαδικασία της μελέτης για την κατανόηση των παραδοσιακών κατασκευών, εφόσον αποτελούν τον βασικό οριζόντιο φέρων οργανισμό τους. Πρόκειται για ένα σύστημα με συγκεκριμένη δομή, η οποία δύναται να αναλυθεί σε επιμέρους στοιχεία. Ως πρωτεύον υλικό των επιμέρους αυτών στοιχείων λαμβάνεται το ξύλο, το οποίο είθισται να καίγεται στις άκριες του έως ότου αυτές διαμορφωθούν σε κάρβουνα, ούτως ώστε να αποτραπεί η σήψη τους. Η χρήση και προτίμηση του προαναφερθέντος είδους ξυλείας έγκειται σε δύο παράγοντες: πρόκειται για ανθεκτική και καλή ποιότητα ξύλου και ταυτόχρονα μεγάλη δασική έκταση κυπαρισσιών υπάρχει στον περιβάλλοντα χώρο του οικισμού.
Τα μεσοδόκια, δηλαδή οι δοκοί που τοποθετούνταν κατά μήκος του άξονα ενός χώρου, σχηματίζονται από ακατέργαστους κορμούς κυπαρισσιών. Τόσο η διατομή όσο και το μήκος τους είναι συγκεκριμένο, δεδομένου ότι η διατομή έχει διάμετρο 20-30 εκατοστά και το μήκος είναι περίπου 4 μέτρα. Από τις παραπάνω διαστάσεις προκύπτουν και οι διαστάσεις των επιπέδων που στεγάζουν τους χώρους και, κατ' επέκταση, οι διαστάσεις των στοιχειωδών χωρικών μονάδων από τις οποίες συγκροτούνται τα κτίρια.
Η χρησιμότητα μικρότερων εγκάρσιων δοκών έγκειται στην μείωση του ανοίγματος των δοκαριών, έτσι ώστε να επιτευχθεί η συρρίκνωση του φορτίου των οριζοντίων στοιχείων σε βάρος της κατασκευής. Είναι κατανεμημένες σε απόσταση 20-40 εκατοστών, ενώ η διατομή τους είναι ανάλογη του γεφυρωμένου ανοίγματος και της λειτουργίας του οριζόντιου στοιχείου που στηρίζουν.
Αναφορικά με τον τρόπο σύνδεσης του φέροντος οργανισμού, πραγματώνεται διάκριση των οριζοντίων φερόντων στοιχείων σε δύο κατηγορίες: αφενός στα οριζόντια στοιχεία των οποίων τα μεσοδόκια διαπερνούν την τοιχοποιία (δώματα, πατώματα ορόφων), και αφετέρου στα οριζόντια στοιχεία των οποίων τα μεσοδόκια εισχωρούν περίπου 15-20 εκατοστά στη τοιχοποιία (πατάρια).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο φέρων οργανισμός του δώματος απαρτίζεται από τα μεσοδόκια που διαπερνούν την τοιχοποιία και τις μικρότερες εγκάρσιες δοκούς. Πάνω από τι τελευταίες τοποθετούνται σχίζες, δηλαδή κλωνάρια δέντρων διατομής 5-10 εκατοστών και ποικίλου μήκους, οι οποίες συμβάλλουν στην κάλυψη των κενών μεταξύ των μεσοδοκιών. Η επιπέδωση της επιφάνειας που προκύπτει από τις σχίζες, επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση του πρώτου χώματος, το οποίο έχει πάχος 5-10 εκατοστά και ονομάζεται πηλορόδωμα. Η διαδικασία τοποθέτησης και εφαρμογής του προαναφερθέντος χώματος είναι η ακόλουθη: αρχικά στρώνεται πάνω από τις σχίζες και βρέχεται με νερό έως ότου γίνει νωπό, ενώ στην συνέχεια σφυροκοπείται με την χρήση ειδικού εργαλείου (μυστρί) μέχρι να ομαλοποιηθεί. Παράλληλα με την ομαλοποίηση της επιφάνειας πραγματώνεται και η πρώτη κλίση για την απορροή των υδάτων.
Εν συνεχεία, στρώνεται ειδικό χώμα αργιλικής σύστασης, η λεπίδα, με πάχος 10-15 εκατοστών, το οποίο έχει θερμομονωτικές και στεγανωτικές ιδιότητες. Έπειτα σφυροκοπείται εκ νέου με ειδικά εργαλεία, τα λεγόμενα «κόπανα» ή, αλλιώς, τα δωματοκόπανα και κυλινδροποιείται με κυκλική πελεκητή πέτρα. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί πως η δεύτερη στρώση χώματος ακολουθεί τις κλίσεις των ρύσεων. Ολόκληρη η κατασκευή του δώματος εγκιβωτίζεται με μία σειρά από λίθους στέψης, κατασκευή η οποία συντελεί στην συγκράτηση των υδάτων της βροχής και την συγκέντρωση τους στην κουτσουνάρα, την ξύλινη, ως επί το πλείστον, υδρορροή.
Η διατήρηση της στεγανότητας του δώματος απαιτούσε διαδικασία συντήρησης τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο. Έτσι, στο τέλος κάθε καλοκαιριού δρομολογείτο η επίστρωση νέας λεπίδας, με αποτέλεσμα την αύξηση του πάχους του χώματος. Το τελευταίο έφτανε έως και 30-35 εκατοστά. Σε νεότερες κατασκευές οι σχίζες αντικαθίσταντο από σανίδες ή καλάμια, όπως προαναφέρθηκε, και η λεπίδα από λεπτό στρώμα σκυροδέματος.
Η ειδοποιός διαφορά ως προς την διάρθρωση των πατωμάτων των ορόφων (ανωγίων) και των δωμάτων έγκειται στις τελικές στρώσεις. Εναργέστερα, αντί για την χρήση πηλοροδώματος και λεπίδας, τοποθετείται ξύλινο δάπεδο.
Δάπεδα
Το δάπεδο των ισογείων (κατώγεια) πραγματοποιείτο από πατημένο χώμα η επίστρωση του οποίου γινόταν με μείγμα ασβεστίου και άμμου. Δύο σπανιότερα είδη δαπέδων ήταν αυτά με στοιχόπλακες και τα βοτσαλωτά. Σήμερα πολλά από αυτά έχουν αντικατασταθεί με καινούρια υλικά, όπως πατητή τσιμεντοκονία ή πλακάκια.
Πατάρια
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των παραδοσιακών κτιρίων του οικισμού αποτελούν τα πατάρια χαμηλού ύψους, τα οποία ονομάζονται “σοφάδες”. Ουσιαστικά πρόκειται για ξύλινες υπερυψωμένες κατασκευές, η χρησιμότητα των οποίων έγκειτο στην δημιουργία χώρων ύπνου. Η παρουσία αυτών των κατασκευών αντικατοπτρίζει τις συνθήκες διαβίωσης της πλειονότητας των λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ύψος τους ανέρχεται περίπου στο 1,5 μέτρο, με αποτέλεσμα την δυνατότητα διαμόρφωσης αποθηκευτικών χώρων στο κάτω μέρος τους. Η ύπαρξη και η χρήση σοφάδων αναγνωρίζεται και σε χώρους φύλαξης ζώων, όπου οι αποθηκευτικοί χώροι διαμορφώνονταν πάνω στο πατάρι, ενώ κάτω από αυτό στεγάζονταν τα ζώα.
Η δομή και η φιλοσοφία κατασκευής τους χαρακτηρίζεται ως εύχρηστη και ιδιαίτερα απλή. Αναλυτικότερα, απαρτίζεται ένα δοκάρι που εισέρχεται σε μικρές εσοχές του τοίχου. Πάνω από αυτό τοποθετούνται εγκάρσιεα δοκάρια διατομής περίπου 3x5 εκ. και, τέλος, εγκαθίστανται οι σανίδες. Ωστόσο, επισημαίνεται και η ύπαρξη ιδιάζουσας και περίπλοκης δομής: η παραπάνω διεκπεραιώνεται με την προσθήκη καλαμιών ανάμεσα στις σανίδες και τα μεσοδόκια ή με μία λεπτή στρώση χώματος και άχυρου πάνω από τις σανίδες.