Σε πολλούς κρητικούς οικισμούς της μεταβυζαντινής περιόδου, φαίνεται να υπάρχει η ανάγκη των κατοίκων για ένοπλή προστασία από τις εχθρικές επιδρομές. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή αυτή η ανάγκη για ασφάλεια, σε συνδυασμό με τη φτώχεια που επικρατούσε την περίοδο εκείνη, είναι η αποτυπωμένη σύνθεση των κτιρίων με μία υποτυπώδη φρουριακή αρχιτεκτονική.
Στην περίπτωση των οικισμών αυτών, ανήκουν και οι Άνω Καλάθενες. Όπως προαναφέρθηκε η προσπέλαση από το ένα σπίτι στο άλλο γίνεται με κρυφές ενδιάμεσες πόρτες, διαμορφώνοντας έτσι ολόκληρα οικιστικά συγκροτήματα τα οποία εξακολουθούν να υφίστανται και να χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική της γειτονιάς. Σήμερα πολλές από αυτές έχουν πάψει να χρησιμοποιούνται κατ' αυτό τον τρόπο, εφόσον έχουν πλέον κτιστεί ή παραμένουν κλειδωμένες, ενώ για όσες εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, αυτό συμβαίνει επειδή οι περισσότερες παλαιές μονάδες κατοίκησης έχουν ενοποιηθεί προκειμένου να διαμορφώσουν μία μεγαλύτερη ιδιοκτησία.
Στην διαμόρφωση του οικισμού όπως αυτός επιβιώνει σήμερα, συνετέλεσαν και άλλοι παράγοντες, με το έντονο ανάγλυφο του εδάφους να αποτελεί τον κυριότερο. Η πυκνή και συνεχής δόμηση που προέκυψε κατά κύριο λόγο από την έντονη κλίση του λόφου, είχε ως αποτέλεσμα τα περιγράμματα τόσο των όψεων όσο και των κατόψεων να είναι δυσδιάκριτα, και να καθιστούν δυσχερή την διάκριση κάθε κατοικίας που περιλαμβάνεται στο συγκρότημα. Επίσης, η πολυμορφία που διακρίνεται στις όψεις των κτιρίων, που διαμορφώνονται πολυεπίπεδα, οφείλεται στην ποικιλία υψών των κτιρίων, καθώς και της διάρθρωσης αυτών μεταξύ τους ακολουθώντας την ελεύθερη σύνθεση των κατόψεων.