Λευκοχώρι

Εμπνευση από τη Φύση

ΩΔΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΜΑΣ «ΛΕΥΚΟΧΩΡΙ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ»

Είναι στήν φύση αρεστό να προκαλεί,
Ν΄ αποκαλύπτει στούς θνητούς όποια μαγεία,
Και να οπλίζει των θνητών τη λογική,
Πού ενεργεί με την θεόσταλτη μανία,

Έτσι αναδύθηκε ο τόπος μου, ιερός,
Δροσοσταλίδα πού εκύλησε σε μια' άκρη,
Μιά γοητεία αρμονίας που στο φώς,
Κοσμεί του Μαίναλου τό φόρεμα σάν δάκρυ,

Ακουμπισμένο σ' ένα φρύδι Αρκαδικό,
Να σέ μυήσει επιθυμεί στην ομορφιά του,
Προστάτη έχει τον Αϊ Γιώργη στόν «Tροχό»,
Εκεί πού έχασε ο Τούρκος τη λαλιά του,

Ενας διθύραμβος στη θέαση αυγής, 
Πλάι στην χθόνια υδάτινη μανία,
Νύμφης αρχέγονης Τουθόας, πού θαρρείς,
Πώς τα νερά της, προσκαλούν τη γοητεία,

Τα μαστορόκτιστα γεφύρια του καλούν,
Ν' αναζητήσεις τον απόηχο ιστορίας, 
Σ' ένα συνταίριασμα των θρύλων, που ποθούν,
Νά μάς ενδύσουν, με το πέπλο της μαγείας,

Ένα κερί στο καντηλέρι και μιά ευχή, 
Κάθε π΄ αφήνω στόν ναό του Αϊ Δημήτρη,
Αύρα αδιόρατη θωπεύει την ψυχή,
Σάν τότε πού ήμουνα μικρός, Μεγάλη Τρίτη,

Τό Λευκοχώρι είναι ο τόπος μου , που ακούς,
Μέσα σε έκρηξη αμέτρητων χρωμάτων,
Τίς κρήνες ρέουσες χυμούς μεθυστικούς,
Σε χώρο στίλβωντα, των θείων αρωμάτων,

Είμαι μακριά του, μα σμιλεύω στην καρδιά,
Θέση, μ΄ αισθήματα του νόστου κοσμημένη,
Μά ένα θρόϊσμα μού γνέφει από μακριά,
Να μή ξεχνώ ό,τι κι αυτό με περιμένει.

Τάκης Ιωαννίδης 06-04-2004

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΘΕΣΜΟ της ΓΙΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
ΛΕΥΚΟΧΩΡΙ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ 2005


Βρίσκομαι εδώ, στο μετερίζει των θεσμών,
για να τιμήσω, τις συνήθειες των παλιών,
να βρώ απαντήσεις, με διήγησης αυλό,
και πόσο αντέχουνε, οι λέξεις στον καιρό,

μεσ’ τις καρδιές αυτών που δείξαν με πυγμή,
πώς με αγώνες, μορφοποίησαν ζωή,
κατ’ απ’ τον ήλιο, ανταλλάξαν τις λαλιές,
ανθούς μ’ ιδρώτα, εποτίσαν στις αυλές,

πού’ χουν γαιόχαρη κουλτούρα, αγλαή,
πνοή κι ανάσα του χωριού μας, ιερή,
ματιά που φίλιωσε, μ’ ορίζοντες κι αετούς,
μοίρα που λούστηκε, σ’ αρχέγονους κρουνούς,

βλέμμα κυριάρχο, σ’ εικόνες φωτεινές,
με τις αξίες πάντα, ύφαιναν καρδιές,
κάθε ρυτίδα τους, στοιχειώθηκε βαθειά,
με χαρμολύπες, που αψηφούν τη μοναξιά,

στο μεροκόπι, στους μυχούς του φαραγγιού,
ένστικτο είχαν, προαιώνιο του Θεού,
μάνα, πατέρας, ο παππούς και η γιαγιά,
αγάπη σμίλεψαν με τέχνη, στην καρδιά,

υπερασπίστηκαν με πάθος την ψυχή,
δεν παραδέχτηκαν, την ήττα στη ζωή,
κι αν τους βαφτίσαμε, απόμαχους ζωής,
αυτοί νεάζουν στον χορό, κάθε γιορτής,

τώρα συλλέγουν, μόνο χάδια δειλινών,
και αφουγκράζονται, ψιθύρους των σκιών,
μά κάθε δάκρυ, στον βουβό τους στοχασμό,
στέλνει το μήνυμα σ’ εμάς, για γυρισμό.


Τάκης Ιωαννίδης 15/8/2005