Η τοπική οικιστική φυσιογνωμία της Μάνης στα μέσα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα και στα αρχαία χρόνια, οριζόταν από πολυάριθμες οικήσεις που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Στον αιώνα μας αποκαλούνται γενικά μεγαλιθικά της Μάνης, επειδή στο χτίσιμο των κτιρίων και των παρεπόμενων κατασκευών έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κανόνα, λίθοι μεγάλου μεγέθους. Στον οικισμό του Αργυλιά εντοπίσαμε αρκετές καλοδιατηρημένες μεγαλιθικές κατασκευές που μας έδωσαν την ευκαιρία να μελετήσουμε τον τρόπο κατασκευής των κατοικιών και θεμελίωσης τους στο έδαφος.
Η οικοδομική ανάλυση ενός οποιουδήποτε κτιρίου αρχίζει από τον τρόπο που εντάσσεται - στερεώνεται στο υπάρχον έδαφος. Όταν το έδαφος αυτό είναι βραχώδες και με πολύ μεγάλες κλίσεις όπως αυτό της Μάνης ο πιο εύκολος και ασφαλής τρόπος να στηριχτεί ένα κτίριο είναι ένα μέρος του να στηρίζεται απευθείας στο βράχο. Με την ίδια λογική στον οικισμό του Αργυλιά στα ισόγεια των περισσότερων κτιρίων που μελετήθηκαν η στήριξη των τριών τοίχων γινόταν στο έδαφος ενώ ο τέταρτος ήταν ο φυσικός βράχος. Σε πολλά σημεία όταν η στήριξη σε βράχο δεν ήταν εφικτή τα κτίρια μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν θεμέλια παλαιότερων μεγαλιθικών κατασκευών, στις οποίες το πάχος του τοίχου ήταν τουλάχιστον 1 μέτρο και οι πέτρες ήταν επεξεργασμένα τμήματα βράχων. Οι τοίχοι του ισογείου είχαν γενικά μεγάλο πάχος, περίπου 0.80 με 0.90 μ για τα κτίρια που στερεώνονταν στον βράχο, και 1 με 1.20 μ για τα ισόγεια που ήταν μεγαλιθικές κατασκευές. Οι συμβατικοί τοίχοι κατασκευάζονταν από μανιάτικη πέτρα, την οποία σμίλευαν δυο τεχνίτες και κατασκεύαζαν τον τοίχο παράλληλα, ο ένας από την εξωτερική πλευρά και ο άλλος από την εσωτερική. Είναι γνωστό ότι ο τεχνίτης με τη μεγαλύτερη εμπειρία αναλάμβανε την εξωτερική πλευρά έτσι ώστε τα κενά ανάμεσα στις πέτρες να είναι ελάχιστα και το εσωτερικό του κτιρίου να προστατεύεται από τα εξωτερικά φυσικά φαινόμενα. Οι εξωτερικοί τοίχοι παλαιότερα είχαν μια ελαφριά κλίση αλλά όσο εξελισσόταν η τεχνική της πέτρας, τα κτίρια έτειναν να έχουν κάθετους εξωτερικούς τοίχους, των οποίων το πάχος μειωνόταν όσο ανέβαιναν οι όροφοι. Στο εσωτερικό των κτιρίων βρέθηκαν λεπτά εσωτερικά χωρίσματα από καλάμια τα όποια στερεώνονταν σε ξύλινο σκελετό και το εσωτερικό της κατασκευής γεμιζόταν με ξερά χόρτα ή φύκια(τύπος μπαγδατί) . Ρόλο χωρισμάτων ανάμεσα σε χώρους, έπαιζαν και λίθινοι τοίχοι μικρού πάχους 0.20 με 0.30. Λόγω της μεγάλης έλλειψης ξύλου στη Μάνη οι τεχνίτες αναγκάστηκαν να εκμεταλλευτούν στο μέγιστο τα υλικά που διέθεταν σε μεγάλες ποσότητες, όπως η πέτρα. Συνεπώς αντί να στηρίζουν τους ορόφους των κατοικιών τους σε ξύλινες κατασκευές, όπως ήταν διαδεδομένο στην υπόλοιπη Ελλάδα εξέλιξαν την τεχνολογία του θόλου.
Οι θόλοι στον Αργυλιά ανήκουν σε τρεις τυπολογίες, οι οποίες εξελίχτηκαν λόγω των συνεχόμενων επεκτάσεων των αρχικών πυρήνων των κτιρίων. Σκοπός αυτής της εξάπλωσης ήταν η κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών για ζωτικό χώρο των οικογενειών που επιχειρούσαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους. Τα περισσότερα κτίρια ξεκίνησαν ισόγεια και παρουσίαζαν την κλασσική διαρρύθμιση ενός πυργόσπιτου , όπου η κάτοψη καλύπτεται σε ένα μέρος από θόλο, πάνω στον οποίο ολοκληρωνόταν ο πύργος και σε όλο το υπόλοιπο από δίρριχτη στέγη. Η δίρριχτη στέγη αποτελείται από ένα κεντρικό δοκάρι, το οποίο φέρει τα περισσότερα φορτία και σε κάποια δευτερεύοντα, τα οποία ορίζουν την κλίση της.
Όλο το σύστημα καλύπτεται από καλάμια που ευδοκιμούν κοντά στα ρέματα και επιστρώνεται με ασβεστοκονίαμα και μαλλί αιγοπροβάτων.
Τελική στρώση αποτελούν οι σχιστόπλακες ή τα κεραμίδια πάνω στα οποία μπαίνουν κροκάλες για να τα προστατεύσουν από τους δυνατούς ανέμους. Όταν επιχειρούσαν να επεκταθούν καθ' ύψος, γκρέμιζαν τη δίρριχτη στέγη και στερέωναν στη θέση της θόλο. Πάνω στον καινούργιο θόλο στηρίζονταν οι νέοι τοίχοι που έκλειναν τον επάνω όροφο και γκρεμιζόταν ο ενδιάμεσος τοίχος του πύργου για να ενωθεί ο χώρος. Στους νέους τοίχους κατασκευαζόταν πάλι δίρριχτη στέγη και πάνω από τον προϋπάρχοντα πύργο ολοκληρωνόταν ο νέος πύργος. Όταν τα κτίρια χρειάζονταν επέκταση κατά μήκος ή κατά πλάτος, τότε ο νέος θόλος στηριζόταν κατά το ήμισυ σε έναν δικό του τοίχο και κατά το άλλο ήμισυ στον τοίχο που προϋπήρχε σύμφωνα με τις τυπολογίες.