Λαγκάδια (Τμήμα Δ)

Συμπεράσματα

Τα Λαγκάδια, το «κρεμαστό χωριό της Πελοποννήσου», όπως αποκαλείται από παλιά, είναι ένα αριστούργημα φυσικό και αρχιτεκτονικό. Κτισμένο σε απότομη πλαγιά-αντέρεισμα του Μαινάλου μέσα σε πλούσια πράσινη βλάστηση, φαίνεται να κρέμεται νομίζει κανείς πάνω από το άγριο φαράγγι που σχηματίζει ο ποταμός Τουθόα.  Ο φιδογυριστός δρόμος ακολουθεί τους εντυπωσιακούς σχηματισμούς του τοπίου και οδηγεί στην καρδιά του πετρόχτιστου χωριού, που στόλισαν με τα έργα τους οι περίφημοι Λαγκαδινοί χτίστες, αρχιτέκτονες και μάστορες της πέτρας. Αντιλαμβάνεται κανείς πως, εκείνοι που έφτιαξαν σε όλη την Ελλάδα τα υπέροχα αρχιτεκτονήματα τους, έχουν δημιουργήσει ένα χωριό - κόσμημα. Εκπληκτικά πέτρινα αρχοντικά και καλντερίμια, σκεπαστές αυλές και σκαλιστές εξώπορτες, πελεκητές καμάρες και παλιές εκκλησίες, ελικοειδή πέτρινα μονοπάτια και σκαλιά,  τοξωτά γεφύρια, νεροτριβές και νερόμυλοι της περιοχής, αφήνουν μαγεμένο τον επισκέπτη. Τα Λαγκάδια όμως πέρα από την ομορφιά της ιστορίας και της τέχνης, είναι και ένας σύγχρονος προορισμός διακοπών με πολύ καλόγουστη τουριστική υποδομή, εξαιρετικό φαγητό και άφθονες επιλογές διασκέδασης,  δραστηριοτήτων   και κοντινών αποδράσεων. 

Διαθέτουν έντονη μορφολογία εδάφους με κλίση 70%, γεγονός που έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του αρχιτεκτονικού συνόλου του χωριού.  Έτσι, τα περισσότερα κτίσματα είναι πολυώροφα ( έως και πενταώροφα) από τη μία πλευρά τους, ενώ από την άλλη πλευρά μπορεί να είναι ακόμα και μονοώροφα. Τα τοπικά υλικά δόμησης της περιοχής έχουν καθορίσει επίσης την αρχιτεκτονική του οικισμού. Έτσι, τα κτίρια του Κάτω Μαχαλά είναι κτισμένα από λευκή ασβεστολιθική πέτρα, ενώ αυτά του Πάνω Μαχαλά από μαύρο λίθο. Και στις δύο περιππτώσεις είναι εμφανής η γενικευμένη χρήση του ξύλου.

Το σύνολο του οικισμού είναι το αποτέλεσμα της εξελικτικής ένωσης των  επιμέρους πυρήνων που αρχικά δημιουργήθηκαν στην πλαγιά του λόφου και αργότερα με την ενοποίησή τους  συγκρότησαν  τον σημερινό οικιστικό σύνολο. Το δίκτυο των δρόμων του οικισμού αυτού που διαμορφώθηκε  ακολουθεί την υψομετρική ιδιαιτερότητα του εδάφους.

Η έντονη εμπορική δραστηριότητα του οικισμού τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα αιτιολογεί τη σύνθεση των κτηρίων. Πιο συγκεκριμένα στο ισόγειο έχουμε στις περισσότερες περιπτώσεις ύπαρξη εμπορικού καταστήματος, ενώ οι υπόλοιοι όροφοι συγκροτούν κατοικία. Επιπλέον το  υπόγειο που διαμορφώνεται από θόλο, χρησιμοποιείται κυρίως για την αποθήκευση αγαθών και τη φύλαξη των ζώων. Τα πατώματα είναι ξύλινα και οι εξωτερικοί τοίχοι είναι πέτρινοι. Οι εσωτερικοί μη φέροντες τοίχοι είναι  είτε τσατμάδες είτε μπαγδατότοιχοι. Τα πατώματα και οι εξώστες αποτελούνται από ξύλινες δοκούς και δάπεδο από σανίδες. Τα υπέρθυρα είναι κατασκευασμένα είτε από πέτρα είτε από ξύλο ενώ οι τρόποι σύνθεσής τους ποικίλουν. Οι στέγες ήταν ξύλινες και επικαλύπτονταν με κεραμίδια βυζαντινού τύπου.

Όσον αφορά τις αλλοιώσεις στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική των κτισμάτων, αυτές είναι αρκετά εκτεταμένες και  συχνά οφείλονται σε επεμβάσεις συντήρησης. Στις περισσότερες περιπτώσεις παρατηρούνται επεμβάσεις στη στέγαση, τα ανοίγματα, την τοιχοποιία, τη στήριξη των εξωστών ενώ συχνά βλέπουμε προσθήκες όγκων για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των χρηστών. Οι επεμβάσεις αυτές είναι άλλοτε συμβατές και άλλοτε ασύμβατες με το δομημένο περιβάλλον. Με βάση την καταγραφή του βαθμού αλλοίωσης του οικισμού, προκύπτει το συμπέρασμα ότι τα Λαγκάδια έχουν υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις (ποσοστό 50%). Προβάλλει λοιπόν η ανάγκη για μέριμνα με σκοπό τη διασφάλιση της παραδοσιακής τεχνοτροπίας και του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα του οικισμού.

Τα Λαγκάδια ήταν η πατρίδα πολλών μαστόρων της πέτρας, περιζήτητων κτιστάδων στο Μωριά, οι οποίοι προίκισαν και το ίδιο το χωριό αλλά και πολλές άλλες περιοχές με πέτρινα κομψοτεχνήματα (τριώροφα αρχοντικά, σχολεία, εκκλησίες, καμπαναριά, βρύσες, γεφύρια κλπ.).  Μέσα από τον οικισμό των Λαγκαδίων γίνεται φανερή η μεγάλη τέχνη και μαστοριά αλλά και η τεχνογνωσία των Λαγκαδινών μαστόρων καθώς και η αδιαμφισβήτητη αξία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Συνεπώς, αποτελεί ανάγκη η αρχιτεκτονική αυτή να συντηρηθεί, να διατηρηθεί και να παραμείνει ζωντανή ώστε να μεταδόσει στους νέους τη γνώση και τις αξίες της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής αλλά και κουλτούρας.