Κατευθυνόμενος κανείς προς τον οικισμό η πρώτη εικόνα που αντικρίζει είναι ένα πανοραμικό σύνολο αναδυόμενο από τις πλαγιές του ορεινού όγκου. Το χωριό των Λαγκαδίων προβάλλει αμφιθεατρικά, κτισμένο πάνω σε πλαγιά με κλίση 70%. Η συνύπαρξη των αρχιτεκτονικών μορφών του χωριού εναρμονίζεται τέλεια με το φυσικό χώρο και το συναίσθημα που δημιουργείται είναι πραγματικά ιδιαίτερο. Το φυσικό τοπίο μπλέκεται με τον αρχιτεκτονικό ιστό παράγοντας πλούσιες μορφικές ποιότητες. Ακόμα, τον οικισμό περιβάλλουν τρία ρέματα τα οποία τον διασχίζουν, δημιουργώντας σε κάποια σημεία καταρράκτες, οι οποίοι έρχονται να εντείνουν ακόμα περισσότερο την πολύμορφη, πλήρως εναρμονισμένη, εικόνα του, σε εποχές βροχόπτωσης. Ταυτόχρονα, τα ίχνη των δρόμων στον οικισμό, τα πλατώματα, τα μονοπάτια του, βαθμιδωτά και μη, είναι ευδιάκριτα, δηλώνοντας τη συνοχή του.
Πλησιάζοντας, εντύπωση προκαλούν αμέσως, οι αρχιτεκτονικές αξίες που είναι διάχυτες στο σύνολο του οικισμού. Παρά το μεγάλο βαθμό αλλοίωσης στα κτίσματα, το χωριό στο σύνολό του, παραμένει πάντα ομοιογενές και εντυπωσιακό, κυρίως λόγω της χωροθέτησής του και της διατήρησης του πολεοδομικού του χαρακτήρα. Η ποιότητα κατασκευής, η επιμέλεια, η αδρότητα των μορφών, η λιτότητα των μέσων, η αξιοποίηση, και όχι η κατάχρηση, υλικών του τόπου, η δεξιοτεχνία των Λαγκαδινών μαστόρων, επιβιώνουν μέχρι και σήμερα, παράγοντας και διαιωνίζοντας την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά.
Η ταυτότητα του οικισμού όμως δεν έχει να κάνει μόνο με τον αρχιτεκτονικό η χωρικό χαρακτήρα του χωριού, αλλά εντοπίζεται και στο χρονικό χαρακτήρα του. Με τον όρο αυτό, εννοούμε την ιστορική ταυτότητα του τόπου και τους ανθρώπους του. Τα μνημεία του τόπου προς τιμήν των αγωνιστών της ελληνικής επανάστασης, οι εκκλησίες στον Πάνω και Κάτω Μαχαλά, οι πλατείες, είναι σημεία που σφραγίζουν τη φυσιογνωμία του τόπου, προσδίδοντας εικόνες χώρου και δράσης. Ερχόμενος κανείς σε μία πρώτη επαφή με το χωριό διακρίνει αυτή την εξέλιξη του χωριού στο χρόνο, με την εξέλιξη των αρχικών πυρήνων του οικισμού και την διάχυση αυτού.
Πιο συγκεκριμένα, το χωριό έχει νότιο προσανατολισμό, γεγονός που σε συνδυασμό με την έντονη κλίση του και την πυκνή βλάστηση, το αυτοπροστατεύει από τις καιρικές συνθήκες και τους βοριάδες. Τώρα, όσων αφορά την αρχιτεκτονική μορφή που ξεπροβάλλει από τον ορεινό όγκο, η κορυφογραμμή των κτηρίων λόγω της μορφολογίας του εδάφους, κυμαίνεται μεταξύ των 500 και 1000 μ. από τον Κάτω έως τον Πάνω Μαχαλά. Τα σπίτια που έκτιζαν οι Λαγκαδινοί μαστόροι, ήταν διώροφες και τριώροφες παραλληλόγραμμες, κυρίως, κατασκευές, με μακρόστενα παράθυρα στεφανωμένα με τοξωτά υπέρθυρα. Η οικοδομική τεχνική τους, χρησιμοποιεί στοιχεία της παράδοσης, αξιοποιώντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό ό,τι προϋπάρχει, χωρίς να το καταστρέφει, στηρίζεται σε αυτό, σεβόμενη τη ανθρώπινη δημιουργικότητα που πηγάζει από την πείρα αιώνων και την ανάγκη επιβίωσης. Τα κτίσματα προσαρμόζονται στο τοπίο και το κλίμα και εναρμονίζονται με το φυσικό περιβάλλον τους, φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο το δέσιμο του ανθρώπου με τη φύση και τη δημιουργική «κυριαρχία» του επάνω της, χωρίς ποτέ να την καταστρέφει. Τέλος, η κύρια βλάστηση που υπάρχει στο βουνό και άρα στον οικισμό είναι έλατα, πεύκα, φραγκοσυκιές, καρυδιές, πλατάνια, κυπαρίσσια, και άλλα ποώδη φυτά και θάμνοι.
Καταλήγοντας, γεγονός είναι πως η διάκριση μεταξύ φυσικού και δομημένου χώρου είναι δυσδιάκριτη. Το χωριό αποτελεί φυσική συνέχεια του τοπίου, και σε αυτό φυσικά έχει συμβάλει η αγάπη των Λαγκαδινών κτιστών για τον τόπο τους και η χρήση αποκλειστικά υλικών του τόπου.