Λαγκάδια (Τμήμα Δ)

Πληθυσμιακά Στοιχεία, Οικονομικές και Παραγωγικές Δραστηριότητες

Πληθυσμιακά στοιχεία

Τα Λαγκάδια το πιο πιθανό είναι να ιδρύθηκαν μεταξύ του 15ου 16ου αιώνα και γρήγορα εξελίχθηκαν σε μεγάλο εμπορικό και διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα μετά την επανάσταση. Ενώ ταυτόχρονα, αδιαμφισβήτητο είναι ότι οι κάτοικοι της περιοχής ήταν γνωστοί για την τέχνη του χτισίματος. Βασικός παράγοντας για αυτό ήταν το γεγονός ότι η έντονη κλίση του εδάφους και η γενικότερη διαμόρφωση και σύστασή του,  περιορίζουν σημαντικά την καλλιεργήσιμη και βοσκήσιμη γη.  Ο περιορισμός της δυνατότητας απασχόλησης με τη γεωργία και την κτηνοτροφία,  οδήγησε πολλούς κατοίκους να γίνουν χτίστες για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Σταδιακά τα Λαγκάδια γίνονται η μεγαλύτερη πόλη της Αρκαδίας μετά την Τρίπολη με πληθυσμό που ανέρχεται σχεδόν στους  7.000 κατοίκους τη δεκαετία του 1890. Ωστόσο, αυτή η περίοδος ακμής δεν άργησε να τελειώσει, διότι αυτή η αύξηση πληθυσμού οδήγησε σε υπερκορεσμό του επαγγέλματος του χτίστη. Έτσι οι νέοι Λαγκαδινοί κατέφευγαν προς άλλες επαγγελματικές προοπτικές, που υποσχόταν η πόλη, υπάρχει μια τάση αστικοποίησης. Τα Λαγκάδια σταδιακά ερημώνουν.

Ενδεικτικά πληθυσμιακά στοιχεία μας δίνει ο παρακάτω πίνακας :

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ

Έτος

Κάτοικοι

1570

46 σπίτια

1698

80 οικογένειες

1700

207 κάτοικοι

1815

300 οικογένειες

1829

274 οικογένειες

1849

727 οικογένειες / 3.138 κάτοικοι

1851

3.390 κάτοικοι

1861

3.357 κάτοικοι

1879

4.852 κάτοικοι

1896

6.815 κάτοικοι

1907

4.524 κάτοικοι

1928

3.268 κάτοικοι

1940

3.333 κάτοικοι

1961

2.238 κάτοικοι

1981

1.188 κάτοικοι

1991

671 κάτοικοι

2001

704 κάτοικοι

2011                     355 κάτοικοι

 

Οικονομικές και Παραγωγικές Δραστηριότητες

Όπως αναφέρθηκε, το δύσβατο ορεινό έδαφος, δεν έδινε την δυνατότητα καλλιέργειας της γης ή την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Έτσι οι Λαγκαδινοί αφιερώθηκαν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου με την τέχνη του κτισίματος, για την ενίσχυση του εισοδήματός τους, φτάνοντάς την τέχνη αυτή στο απόγειό της. Έφτιαχναν σπίτια, γέφυρες, εκκλησίες και γρήγορα έγιναν γνωστοί πέρα από τα όρια του οικισμού, σε όλη την Πελοπόννησο. Ξεκινάει έτσι μια παράδοση για του Λαγκαδινούς χτίστες που στόχο έχει την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών, πάντα λαμβάνοντας υπόψη τις κλιματολογικές και γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, χρησιμοποιώντας ως βασικό δομικό στοιχείο την πέτρα. Οι Λαγκαδινοί χτίστες κυριαρχούν στην Πελοπόννησο κυρίως τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, γεγονός που αποδεικνύεται και από την πληθυσμιακή εξέλιξη του χωριού, όπως είδαμε.

Άρα, η οικονομία του οικισμού στηρίχτηκε κυρίως στην τέχνη του κτισίματος. Οι Λαγκαδινοί σχηματίζονταν στα γνωστά «μπουλούκια», δηλαδή μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες από τεχνίτες. Επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο πρωτομάστορας, ο οποίος έπαιρνε την πρωτοβουλία για την συγκρότηση της ομάδας, συντόνιζε την ομάδα και τις εργασίες. Ο πρωτομάστορας βρισκόταν στην κορυφή της ιεραρχίας του μπουλουκιού κι έπρεπε να συγκεντρώνει ορισμένα προσόντα, όπως ήταν η πείρα, η ηλικία, η φήμη, το κύρος. Ακολουθούσαν οι μαστόροι (τεχνίτες, χτίστες), οι τριότες (βοηθοί μαστόρων) και τα μαστορόπουλα (μαθητευόμενοι), τα οποία ήταν παιδιά που ακολουθούσαν το μπουλούκι με σκοπό να μάθουν το επάγγελμα του χτίστη.

Η Παράδοση των Λαγκαδινών χτιστών

 Η διαδικασία με την οποία κάποιος χτίστης γινόταν μέλος της ομάδας, ονομαζόταν «ρόνιασμα». Ο αριθμός ατόμων που αποτελούσαν το μπουλούκι ήταν ανάλογος του μεγέθους του έργου που αναλάμβανε κάθε φορά η ομάδα. Συνήθως ήταν 10 – 12 μαστόροι, 8 – 10 μαστορόπουλα και 10 – 15 ζώα. Ο καταμερισμός της εργασίας ρυθμιζόταν από τον πρωτομάστορα, ανάλογα με την ειδικότητα που είχε κάθε μέλος της ομάδας. Έτσι, συνήθως τα μαστορόπουλα κουβαλούσαν πέτρες, χώμα, άμμο, οι τριότες έφτιαχναν συνήθως τα κονιάματα και οι μαστόροι ήταν εκείνοι που οικοδομούσαν. Οι μαστόροι δούλευαν σε ζεύγη, ένας στην εσωτερική κι ένας στην εξωτερική παρειά του τοίχου. Ο πρωτομάστορας έκανε σηνύθως τη δουλειά του «πελεκάνου», δηλαδή ήταν εκείνος που λάξευε υπέρθυρα, αγκωνάρια, παραστάδες κ.α. Ήταν μια εργασία που απαιτούσε πείρα και δεξιοτεχνία, για αυτό και την αναλάμβανε εκείνος.

Τα κυριότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν το λοστάρι, η βαριά, το χτένι, καλέμι, πασέτο, βελόνι, ματρακάς.

Όπως ήδη αναφέρθηκε οι Λαγκαδινοί χτίστες ήταν ευρέως γνωστοί και έτσι συχνά αναλάμβαναν έργα σε όλη την Πελοπόννησο, καθορίζοντας έτσι και την αρχιτεκτονική παράδοση του τόπου. Τρία συνήθως ταξίδια το χρόνο πραγματοποιούσαν οι Λαγκαδινοί χτίστες (το μαγιάτικό, το αυγουστιάτικο και το φθινοπωριάτικο)

Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για την επεξεργασία της πέτρας ήταν πρωτογενής. Τα σπίτια που έκτιζαν οι Λαγκαδιανοί μαστόροι ήταν διώροφες και τριώροφες παραλληλόγραμμες κατασκευές, χτίσματα λιτά, στέρια και αγέρωχα, συχνά σκαρφαλωμένα σε απότομες βουνοπλαγιές. Με μακρόστενα παράθυρα στεφανωμένα με τοξωτά υπέρθυρα που στηριγμένα σε γερά αγκωνάρια. Και με αυλές με ψηλούς τοίχους και χαρακτηριστικές ευρύχωρες εισόδους στεφανωμένες κι αυτές με τοξωτά πέτρινα πλαίσια και από πάνω τους κεραμοσκεπή.

Φτάνοντας στο σήμερα, παρατηρούμε μια αισθητή μείωση του πληθυσμού. Πλέον το χωριό αποτελεί θέρετρο που προσελκύει αμέτρητους επισκέπτες ετησίως. Κύρια πηγή εισοδήματος του αποτελεί συνεπώς ο τουρισμός. Γι αυτό άλλωστε παρατηρείται άνθιση στο τομέα της διασκέδασης καθώς και των ξενοδοχιακών μονάδων.

 

Βιβλιογραφία:

http://www.lagkadia.com/istoria.htm

http://www.inarcadia.gr/dd/lagadia/lagadiaistoria.htm