Κερατέα (Ομάδα 06)

Συμπεράσματα

Η πόλη της Κερατέας διαμορφώθηκε σιγά σιγά κοντά στους πρόποδες του Πάνειου όρους από την ένωση μικρότερων συνοικιών που είχαν διαμορφώσει οι Αρβανίτες κάτοικοι της Αττικής που ήταν οργανωμένοι σε φατρίες. Ιδιαίτερα στην παλιά “κλειστή” κοινωνία των Αρβανιτών ο ιδιωτικός βίος συνηθιζόταν να μην είναι εκτεθειμένος. Υλικά για το κτίσιμο των κατοικιών τους προμηθεύονταν απο την γύρω περιοχή, όπως ξυλεία Κέδρου από τον Άγιο Αθανάσιο. Η ανάπτυξη του σπιτιού γίνονταν στο ισόγειο και προσθήκη ορόφου μπορεί να είχαν πιο ευκατάστατες οικογένειες, κάτι που αποτέλεσε αφετηρία για τα ψηλότερα κτίσματα στον οικισμό. Η οικονομία των κατοίκων του οικισμού για πολλά χρόνια μέχρι και τις αρχές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα στηρίζονταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η κλιματικές συνθήκες της περιοχής έκαναν την περιοχή και ιδανικό μέρος για αμπελοκαλλιέργεια. Ακόμα και σήμερα που ο πρωτογενής τομέας έχει σχετικά εκλείψει σε σύγκριση με τον δευτερογενή και τριτογενή, τον οικισμό αγκαλιάζουν καλλιέργειες με χαρακτηριστικούς τους ελαιώνες, ενώ συμπληρωματικές καλλιέργειες οπωροκηπευτικών παρατηρούνται και σήμερα σε ιδιωτικές αυλές. Στη πιο σύγχρονη ιστορία της η Κερατέα ακολουθεί μια πορεία αστικοποίησης με τη δημιουργία σύγχρονων αστικών υποδομών και την σταδιακή αλλαγή του τρόπου ζωής. Στην αύξηση του πληθυσμού της Κερατέας είχε παίξει σημαντικό ρόλο η ζήτηση για εργατικό δυναμικό στα μεταλλεία του Λαυρίου μέσα στον τον 19ο και 20ο αιώνα. Τότε λειτουργούσε και ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός της Κερατέας στον οποίο οι εργάτες κάτοικοι επιβιβάζονταν με προορισμό το Λαύριο. Πλέον η Κερατέα αποτελεί κωμόπολη της Αττικής. Στην τελική διαμόρφωση αυτής της κωμόπολης εκτός από τα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά και τις κοινωνικοοικονομικές μεταβολές που συνέβησαν στο πέρασμα του χρόνου σημαντικό ρόλο έπαιξαν και ορισμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά , τα οποία συνιστούν την ταυτότητα των κατοίκων της περιοχής και συνθέτουν την τελική δομή του οικισμού της Κερατέας.

Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του οικισμού θα έλεγε κανείς πως αποτελεί το γεγονός ότι εξελίχθηκε άναρχα μεσα στον χώρο κατά την πάροδο των χρόνων αλλα και ακτινωτά με αφετηρία βέβαια ένα κεντρικό πυρήνα και αυτό προσέδωσε τόσο στον οικισμό συνολικά όσο και στις επιμέρους οικιστικές ενότητες ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ειδικά, στις περιοχές που απαρτίζουν τους αρχικούς πυρήνες τα κτίρια βρίσκονται σε ιδιαίτερα κοντινή απόσταση μεταξύ τους δημιουργώντας έτσι συνεχή μέτωπα με τους χώρους εκτόνωσης, δηλαδή τις αυλές, να βρίσκονται είτε ανάμεσα σε δύο κτίρια, καλυμμένες από ψηλούς μαντρότοιχους, είτε στην εσωτερική πλευρα της κάτοψης του κτιρίου. Οι στενοί δρόμοι, ανταποκρινόμενοι περισσότερο στην ανθρώπινη κλίμακα έχουν φτιαχτεί για να εξυπηρετούν μικρότερα οχήματα και όχι σύγχρονα αυτοκίνητα. Κενοί χώροι ανάμεσα στην πυκνή δόμηση από την διασταύρωση των οδικών δικτύων παίρνουν την μορφή πλατειών και αποτελούν βασικά κέντρα οικιστικών συνόλων. Όσο απομακρυνόμαστε από αυτούς τους αρχικούς πυρήνες η δόμηση αραιώνει, αρχίζει να αποκτά οργάνωση. Παρατηρούμε κτίσματα διάσπαρτα στον χώρο με αρκετά κενά οικόπεδα γυρω τους, σε οργανωμένα όμως οικοδομικά τετράγωνα που έχουν δημιουργηθεί από την ύπαρξη ρυμοτομικού σχεδίου και με τους δρόμους να φτάνουν σε πλάτος σύγχρονων προδιαγραφών, δηλαδή γύρω στα τρεισήμισι μέτρα. Την μεγαλύτερη αλλαγή ωστόσο έχει υποστεί ο πλέον κεντρικός πυρήνας του οικισμού σε σχέση με τα περίχωρα και τις υπόλοιπες γειτονιές. Η χρήση των κτισμάτων των συγκεκριμένων οικοπέδων μετατράπηκε από αμιγώς οικιστική σε εμπορική, καθώς συναντάμε πολλά καταστήματα λιανικού και τοπικού εμπορίου κατά μήκος των κεντρικότερων δρόμων. Τέλος σημαντικά κτίσματα - τοπόσημα κατα μήκος όλου του οικισμού έρχονται να δώσουν το όνομα τους σε επιμέρους γειτονιές, δημιουργώντας έτσι ένα σύνολο οικιστικών ενοτήτων που προσδίδουν μια ομοιογένεια στην  πολυμορφία του οικισμού διατηρώντας όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής. 

Ωστόσο , με την πάροδο του χρόνου πολλά από τα χαρακτηριστικά αυτά φθίνουν με αποτέλεσμα να γίνεται σταδιακά αποχρωματισμός της ταυτότητας του οικισμού, χάνοντας την αξία του παραδοσιακού καθώς μετατρέπεται σε κάτι πιο εκσυγχρονισμένο που δεν ακολουθεί απαραίτητα το αρχιτεκτονικό στυλ του αρχικού πυρήνα. Η αλλοίωση του παραδοσιακού χαρακτήρα του οικισμού της Κερατέας εκτείνεται σε μεγάλο ποσοστό. Η πάροδος του χρόνου και η εξέλιξη οδήγησαν την Κερατέα σε ανάπτυξη και άρα διαφοροποίηση της εικόνας της κυρίως στον πλέον κεντρικό πυρήνα της. Η έντονη ανάγκη που δημιουργήθηκε για αύξηση των κοινόχρηστων και εμπορικών χρήσεων έφερε αλλαγές στην συνολική εικόνα των οικοδομημάτων στο κέντρο στα οποία είτε υπήρξαν προσθήκες ώστε να συνδυάσουν οικιστική και εμπορική χρήση είτε υπέστησαν σημαντικές αλλαγές στο εξωτερικό τους κέλυφος αλλάζοντας σε μεγάλο βαθμό την αρχική τους μορφή. Πολλά παλιά κτίρια κατοικιών με βασική τυπολογία κάτοψης το μακρυνάρι έχουν πλέον είτε αλλοιωθεί μορφολογικά ή ογκοπλαστικά επιρεάζοντας και τον δημόσιο χώρο, αλλά παραμένουν σε καλή κατάσταση, είτε έχουν ερειπωθεί. Υπάρχουν, ωστόσο, κομμάτια του οικισμού που δεν έχουν αλλάξει κυρίως γύρω από τη περιοχή του Μπιζανιού. Στην συγκεκριμένη περιοχή εξακολουθούν να υπάρχουν παλιά κτίσματα που διατηρούν τον παραδοσιακό χαρακτήρα των δομικών συστημάτων τους αλλά παρατηρούνται και αλλοιώσεις σε αυτά που μπορούν να αφορούν την φθορά και την έλλειψη ορθής δόμησης, γεγονός που καθιστά αναγκαίες μεταγενέστερες επεμβάσεις μικρής ή μεγάλης κλίμακας. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε πως τα μοντέρνα κτίρια που συνυπάρχουν με τα παλιά έχουν μια δυναμική παρουσία, όχι απαραίτητα με θετικό τρόπο, στο δημόσιο χώρο και εξαλείφουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Κερατέας καθιστώντας την πλέον μια εκσυγχρονισμένη κωμόπολη και όχι παραδοσιακό οικισμό.