Στα ανατολικά της Κερατέας βρισκόταν ο αρχαίος δήμος Κεφαλής, ένας από τους 100 δήμους του Κλεισθένη, που πήρε το όνομα του από τον Κέφαλο, ήρωα της περιοχής. Έτσι, έχουν βρεθεί σε αυτή πολλά αρχαιολογικά ευρήματα. Οι θεοί που λατρεύονταν κυρίως ήταν η Ήρα, ο Απόλλωνας, η Περσεφόνη και η Δήμητρα.
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, ο αυτοκράτορας Αδριανός έχτισε το υδραγωγείο της Κερατέας στα νοτιοδυτικά του οικισμού, στις ριπές του βουνού, που εξυπηρετούσε την Κερατέα και τους γειτονικούς οικισμούς. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, τα Μεσόγεια ερημώνονται με τον ελάχιστο πληθυσμό που συνεχίζει να κατοικεί σε αυτά να απασχολείται στη γεωργία και να έχει αφεθεί στο έλεος των πειρατών. Έπειτα, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, συντελέστηκε ο εποικισμός της Κερατέας από τους Αρβανίτες.
“Ο Μαμούρης ήρθε τότε εις την Αθήνα με μια ξύλινη πιστιόλα και εις τα χωργιά, όπου τον διόρισαν ντερβέναγα, τζάκιζε τους ανθρώπους σαν έναν τύραγνον του Αληπασσά, όπου τον έλεγαν Ισούφ Αράπη και τζάκιζε τα κόκαλα των ανθρώπων με το τζεκούρι. Έτσι τζάκιζε κι ο Μαμούρης τους χωργιάτες όσοι δεν ήσαν φίλοι του. Και γύμνωναν του κάστρου τον βιόν και των χωριών. Τότε, σας λέγω ως τίμιος άνθρωπος, μια παλιοπιστιόλα είχε, τηράτε, ρωτάτε την έχει τώρα; Ρωτάτε και δια τις τυραγνίες του. Στα Μισόγεια, στην Κερατιά, ενού δημογέροντα, Αναγνώστη Νυδραίον τον λένε, πόσες τζικουργιές το δώσε, κι αν είδεν υγείαν εις το εξής ο αγαθός άνθρωπος, κι άλλοι πολλοί τοιούτοι δαρμένοι και τζερεμετισμένοι.” (Ιωάννης Μακρυγιάννης, από τα απομνημονεύματά του)
Οι Αρβανίτες εποίκισαν την Αττική και την Εύβοια από το 1350 έως το 1425. Προήλθαν από την Αλβανία και κατοικούσαν σε φάρες. Πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στα Μεσόγεια και στη Λαυρεωτική και απασχολήθηκαν στη γεωργία και στην κτηνοτροφία. Παρά την αρχική δυσκολία προσαρμογής, Αρβανίτες και ντόπιοι συνδέθηκαν με επιγαμίες και εν τέλει αφομοιώθηκαν πλήρως μεταξύ τους.
Από το 1456, τελειώνει η περίοδος Φραγκοκρατίας και αρχίζει αυτή της Τουρκοκρατίας. Τα χωριά των Μεσογείων μαστίζονται από τη βαριά φορολογία και τις επιδρομές των πειρατών. Μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, η Λαυρεωτική συνιστά δήμο με έδρα την Κερατέα, μέχρι το 1890 όπου χωρίζεται στο δήμο Σουνίου και το δήμο Θορικού. Το 1885 κατασκευάζεται η σιδηροδρομική γραμμή Λαυρίου - Αγίων Αναργύρων που περνούσε στα ανατολικά της Κερατέας, με στάση σε αυτήν και λειτούργησε μέχρι το 1957. Το 1924 ιδρύεται ο αγροτικός συνεταιρισμός Κερατέας με το συνεταιριστικό οινοποιείο να χτίζεται στα βορειοανατολικά του οικισμού.
Ο παραδοσιακός οικισμός της Κερατέας αναπτύχθηκε με κέντρο το Μπιζάνι, όπου γινόντουσαν οι διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις και τα πανηγύρια. Κατά τη δεκαετία του ‘60 μεταφέρθηκαν στην κεντρική πλατεία και σιγά σιγά αραίωσαν, εξαιτίας της δημιουργίας οδικού δικτύου που επέτρεπε στους κατοίκους να διασκεδάσουν στους γειτονικούς οικισμούς ή στην Αθήνα. Εξάλλου, μέχρι τη δεκαετία του ‘60, η μόνη ασφαλτοστρωμένη οδός ήταν η Αθηνών - Σουνίου.
Η κύρια ασχολία των κατοίκων παραμένει η γεωργοκτηνοτροφική μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Κύρια προϊόντα εξαγωγής είναι το λάδι και το κρασί. Από τότε και μετά, αρχίζει και συντελείται η αστικοποίηση της Κερατέας, με πολλούς κατοίκους να αρχίζουν να γίνονται έμποροι, βιοτέχνες, δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι. Παράλληλα, ο πληθυσμός της Κερατέας αυξάνεται με σταθερό ρυθμό κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα (περίπου +500-1000 κάτοικοι ανά δεκαετία), φτάνοντας στις αρχές του 21ου αιώνα τους 7.500 κατοίκους.
Είναι φανερό, επομένως, πως η επεκτεινόμενη διάχυση του αστικού χώρου με ένταξη όλων και περισσότερων περιοχών στο σχέδιο πόλης δεν άφησε απροσπέλαστη τη νοτιοανατολική Αττική και ειδικά τα Μεσόγεια. Ειδικά μετά την κατασκευή του αεροδρομίου “Ελ. Βενιζέλος” στα Σπάτα και τα έργα υποδομής που επέφερε (Αττική οδός, περιφερειακή Υμηττού, προαστιακός), έγινε φανερό ότι τα Μεσόγεια δε θα έχουν πλέον χαρακτήρα αγροτικό αλλά αστικό. Περίπου 60.000 στρέμματα εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλης και η κίνηση στο λιμάνι του Λαυρίου αναμένεται να αυξηθεί κατά πολύ. Ταυτόχρονα, οι υπερτοπικές χρήσεις που άρχισαν να εμφανίζονται στην περιοχή αυξάνουν τη κτηματομεσιτική της αξία και θα πρέπει να συνοδευτούν από τα αντίστοιχα έργα υποδομής προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα αλλά και ο παραδοσιακός της χαρακτήρας. Ωστόσο, παρόλο που έχουν χαθεί τα παραδοσιακά στοιχεία του οικισμού, οι σχέσεις μεταξύ των κατοίκων παραμένουν προσωπικές και φιλικές.
"Τον άλλο χρόνο με μεγάλη ευχαρίστηση άλλαξα χωριό. Είχα μετατεθεί στην Κερατέα, κατά τη γνώμη μου το καλύτερο χωριό των Μεσογείων. Αμπέλια, γύρω χωράφια, ελαιώνες, περιβόλια και μπόλικα άγρια ραδίκια και σαλιγκάρια... Και πολλά τρεχούμενα γλυκά νερά. Έξω από το σχολείο, κολλητά στον τοίχο της αυλής, ήτανε μία βρύση. Το νερό της έτρεχε χειμώνα-καλοκαίρι μέσα σε μια μεγάλη πέτρινη γούρνα. Μονάχα που την έβλεπα κάθε πρωί και άκουα το αδιάκοπο τραγούδι, που ήταν για μένα μια μικρή ευτυχία και παρηγοριά..." (Κώστας Βάρναλης, σχολάρχης στην Κερατέα από το 1915 μέχρι το 1917)