Η Κερατέα αποτελεί έναν σύγχρονο οικισμό, ο οποίος συνδυάζει την παραδοσιακή αρχιτεκτονική με την σύγχρονη , με αμφιλεγόμενο τρόπο ως προς την αρμονία και την ένταξη στο παρελθόν. Στο παρακάτω κείμενο αποτυπώνεται η προσπάθειά μας να συστηματοποιήσουμε τα συμπεράσματά μας, βασισμένοι στην μελέτη και την ανάλυση που πραγματοποιήσαμε.
Ο οικισμός βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της Αττικής, χτισμένος στους πρόποδες του Πάνειου όρους, 200 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, 43 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα και σε κοντινή απόσταση από τις παραλιακές περιοχές του νομού, όπως το Λαύριο, η Κακιά Θάλασσα και το Μικρολίμανο. Η πρόσβαση σ΄αυτόν γίνεται από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες Λ. Λαυρίου και Λ.Αθηνών-Σουνίου. Το κυματιστό ανάγλυφο που χαρακτηρίζει την Λαυρεωτική και οι κλίσεις που το δημιουργούν, προσφέρουν ποικιλομορφία στον προσανατολισμό του εδάφους και τον φωτισμό της περιοχής, και καθιστούν το μικροκλίμα του οικισμού ευνοϊκό, καθώς στρέφεται κυρίως στον νότο. Την περιοχή διασχίζει ένα ρέμα, το Ρέμα Κερατέας, το οποίο στο παρελθόν χρησιμοποιούταν στην τροφοδοσία των πηγαδιών και την ύδρευση όλης της περιοχής, ενώ σήμερα χρησιμεύει αποκλειστικά στην άρδευση. Η εξέλιξη της πόλης φαίνεται να έγινε ακτινωτά, γύρω από κέντρα που υπάρχουν από το παρελθόν μέχρι και σήμερα. Πέρα από την άναρχη δόμηση του κέντρου, παρατηρείται ορθοκανονικότητα στην οργάνωση των οικοδομικών τετραγώνων, με κάποιες λοξές οδούς, που επιβεβαιώνουν την ακτινωτή εξάπλωση της Κερατέας.
Στον ανατολικό ορεινό άξονα της πόλης συναντώνται δασικές εκτάσεις, με κωνοφόρα και μικτά κωνοφόρων και μακίας δάση, ενώ σε γενικές γραμμές παρατηρούνται μεγάλες εκτάσεις οικοπέδων που καλλιεργούνται με τοπικά προϊόντα, όπως αμπέλια και ελαιώνες. Κατά τα άλλα, η Κερατέα δεν συνδέεται άμεσα με το φυσικό περιβάλλον, αφού απουσιάζουν χώροι εκτόνωσης με πράσινο και βλάστηση. Παρ΄όλα αυτά, οι κάτοικοι του οικισμού στολίζουν τη περιοχή με αυτόχθονη βλάστηση, στις αυλές και τους κήπους τους. Έντονο είναι το στοιχείο της αρβανίτικης παράδοσης, που άλλωστε έχει διαμορφώσει τον παλιό οικισμό, με την εσωστρέφεια των κτισμάτων να διαφαίνεται μέσω των ψηλών μαντρότοιχων που περιτριγυρίζουν τις αυλές, δημιουργώντας έτσι σαφή όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Οι δρόμοι είναι σχετικά στενοί, ειδικότερα προς το κέντρο του οικισμού, με ήπια κίνηση , ενώ διακρίνεται μόνο μία κεντρική οδός, Αθηνών-Σουνίου, με εμπορικό χαρακτήρα και περισσότερη κίνηση από τους υπόλοιπους επαρχιακούς δρόμους.
Η πόλη της Κερατέας παρουσιάζει συμπαγή μορφή δόμησης, χωρίς ιδιαίτερα υψηλή πυκνότητα και ελεύθερους χώρους ειδικότερα στο κέντρο της. Όσο μετακινούμαστε προς τα άκρα της πόλης και απομακρυνόμαστε από τον πυρήνα, παρατηρούμε ελάττωση της δομημένης επιφάνειας και άρα περισσότερους κενούς χώρους, με περισσότερους ορόφους. Η πλειονότητα των κτισμάτων είναι μονοώροφα και διώροφα, ενώ υπάρχουν και ορισμένα τριώροφα και ψηλότερα κτίρια. Εκτός από μερικά νεοκλασικά κτίρια, συναντάται πληθώρα παραδοσιακών κτισμάτων, κυρίως στο κέντρο του οικισμού, τα οποία αραιώνουν σε μεγάλο βαθμό προς τα περίχωρα. Στην συντριπτική πλειοψηφία τους , τα κτήρια απαντούν σε ορθοκανονικές κατόψεις. Συχνά συναντάμε το μακρινάρι και άλλες παραλλαγές του, αλλά και τετραγωνικές κατόψεις. Χαρακτηριστικό στοιχείο των παραδοσιακών κτισμάτων, φαίνεται να είναι η ανάπτυξή τους κάθετη στον δρόμο, με την μικρότερη πλευρά να αποτελεί το μέτωπο των οικισμάτων, με ελάχιστα ή και ανύπαρκτα ανοίγματα προς την πόλη, τρανή ένδειξη αρβανίτικων στοιχείων στην αρχιτεκτονική τους. Τα περισσότερα ανοίγματα βρίσκονται στην μεγαλύτερη πλευρά, που ανοίγεται συνήθως προς την αυλή. Σαν υλικό δομής στο μεγαλύτερο κομμάτι του οικισμού χρησιμοποιείται η πέτρα, δημιουργώντας διάφορους τρόπους δόμησης στην τοιχοποιία των σπιτιών, όπως η αργολιθοδομή, η αργολιθοδομή με πλήρωση από τούβλα, η αργολιθοδομή με τούβλα και λαξευτούς γωνιόλιθους και σπανιότερα η λαξευτή τοιχοποιία.
Στο κεντρικό τμήμα της Κερατέας έχει διατηρηθεί ο παραδοσιακός χαρακτήρας και ο πολεοδομικός της ιστός, καθώς από διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους και τον Δήμο, πραγματοποιούνται προσπάθειες προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και των τοπικών εθίμων. Ωστόσο,αν και σε γενικές γραμμές τα κτηρια βρίσκονται σε καλή κατάσταση, ο βαθμός αλλοίωσης των κτιρίων της Κερατέας καθίσταται αρκετά μεγάλος, τόσο στην κλίμακα του κτίσματος, όσο και στην κλίμακα της γειτονιάς. Ειδικότερα, στα περίχωρα του οικισμού παρατηρούνται ατυχείς παρεμβάσεις με οπλισμένο σκυρόδεμα σε παραδοσιακά νεοκλασικά κτίρια, αλλοιώνοντας έτσι την παραδοσιακή μορφή και όψη του συνόλου του.
Συνοψίζοντας, ο οικισμός της Κερατέας φαίνεται να αναπλάθεται διαρκώς, αφού με μία περιήγηση στις γειτονιές της, μπορούμε να συναντήσουμε νεοκλασικά, παραδοσιακά αρβανίτικα αλλά και σύγχρονα κτίσματα , τα οποία μαρτυράνε χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κάθε εποχής. Ο οικισμός μπορεί να μεταλλάσσεται και να προσαρμόζεται στους ρυθμούς της εποχής, ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες της εκάστοτε κοινωνίας, αρκεί να επικρατεί σεβασμός στο παρελθόν και το τοπικό χαρακτήρα της περιοχής, κάτι που στην Κερατέα, όπως παρατηρήσαμε δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπ΄όψιν στην εξέλιξη της πόλης αφού τα νεότερα κτίσματα δεν εναρμονίζονται ήπια με το περιβάλλον τους.