Ο οικισμός των Πελετών ,που, μελετήσαμε παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, τόσο από την σκοπιά της οικιστικής του συγκρότησης σε άμεση συνάρτηση με το φυσικό περιβάλλον , όσο και από αρχιτεκτονικής πλευράς, με τον κτιριακό πλούτο που παρουσιάζει. Και οι δύο αυτοί παράγοντες, συμβάλλουν εξίσου στην διαμόρφωση της ξεχωριστής αυτής φυσιογνωμίας του χωριού.
Πρόκειται για έναν οικισμό , ο οποίος αναπτύσσεται γύρω από μια πεδινή καλλιεργήσιμη έκταση, την οποία διασχίζει ένας ξηρός, πλέον, ποταμός , ο οποίος στο παρελθόν αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για το κτίσιμο σπιτιών στο σημείο αυτό, λόγω των πλημμυρών. Ωστόσο, η ξήρανσή του επέτρεψε στους κατοίκους , των οποίων κύρια ασχολία είναι η γεωργία, να καλλιεργήσουν στην γύρω έκταση, κυρίως αμπέλια, και άρα να οργανώσουν τις δραστηριότητές τους εκεί, ώστε πια η περιοχή αυτή να αποτελεί το κέντρο του χωριού.
Έτσι, το χωριό σε αυτό το κομμάτι παρουσιάζει μεγαλύτερη πυκνότητα δόμησης, αν και γενικότερα μπορεί να χαρακτηριστεί ως αρκετά αραιοκατοικημένο, με το άκτιστο να επικρατεί του κτισμένου. Βέβαια, το άκτιστο με τη μορφή οργανωμένου ελεύθερου χώρου το συναντάμε στον κεντρικό πυρήνα, όπου βρίσκεται η πλατεία του χωριού, η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων με τον προαύλιο χώρο της και δύο πλατώματα. Εκεί εντοπίζουμε .επίσης, τους χώρους εστίασης και το παντοπωλείο, ενώ στο ίδιο σημείο λαμβάνει χώρα κάθε Τετάρτη η λαϊκή αγορά. Στο υπόλοιπο τμήμα των Πελετών επικρατούσα χρήση είναι οι κατοικία.
Η μετάβαση από τους ελεύθερους χώρους, οργανωμένους ή μη, στις οικίες γίνεται μέσω των αυλών ,οι οποίες δεν λείπουν από κανένα σπίτι και εκτείνονται περιμετρικά του, την στιγμή που οριοθετούνται από το δρόμο με πέτρινο συνήθως φράχτη.
Στις ίδιες αυλές, αλλά και εκτός σε λιγοστές περιπτώσεις, εντοπίσαμε ένα ιδιαίτερο τοπικό γνώρισμα των Πελετών, που είναι η χρήση των στερνών. Στέρνες συναντάμε στις αυλές των περοσσότερων σπιτιών, κάτι το οποίο σχετίζεται άμεσα με το έδαφος του χωριού, που δεν επέτρεπε την ύδρευση με πηγάδια, προτού εξασφαλιστεί η υδροδότησή του στις αρχές του 21ου αιώνα.
Όσον αφορά τα κτίρια καθεαυτά, το μεγαλύτερο μέρος τους είναι κτισμένο πριν το 1950, με πολλά να είναι και πριν το 1920. Συναντάμε συχνά, λοιπόν, τον τύπο του λιθόκτιστου σπιτιού με καμάρα, που ήδη εμφανιζόταν στα τέλη του 20ου αιώνα στο χωριό. Σχεδόν όλα έχουν έναν ή δύο ορόφους, με το ισόγειο να προορίζεται πολλές φορές για τα ζώα ή για βοηθητικούς χώρους, ενώ τον όροφο για κατοίκηση. Η πρόσβαση στον όροφο γινόταν με εξωτερική σκάλα από την αυλή. Αξιοσημείωτες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες η πλάκα του ορόφου είναι η μισή από σκυρόδεμα και η άλλη μισή από ξύλο.
Παρατηρούμε , λοιπόν, ότι η γεωμορφολογία του τόπου, οι ιδιότητες του εδάφους, το κλίμα, οι ασχολίες των κατοίκων και η ανάπτυξη της τεχνολογίας με το πέρασμα των αιώνων, είναι παράγοντες οι οποίοι αλληλοεξαρτώνται και συμπορεύονται, ώστε διαμορφώνουν σε κάθε φάση έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Και αυτός ο τρόπος ζωής των ανθρώπων εκφράζεται με τη σειρά του στο χώρο με το χτίσιμο ή μη σε ένα συγκεκριμένο σημείο, με την οικιστική εξάπλωση και οργάνωση, με τον καθορισμό κάποιου κεντρικού πυρήνα, με τον διαχωρισμό δημόσιου- ιδιωτικού , με την τυπολογία και την οικοδομική τεχνολογία των κτιρίων, ακόμα και με μια στέρνα στην αυλή.