Στα παραδοσιακά κτήρια της Δροσοπηγής παρατηρούνται φθορές σε δομικά μέλη των κτηρίων, οι οποίες οφείλονται κατά κύριο λόγο στην πολυετή εγκατάλειψη ορισμένων κτισμάτων σε συνδυασμό με την επίδραση των καιρικών φαινομένων.
Όσον αφορά τις λίθινες φέρουσες τοιχοποιίες, η κατάστασή τους φαίνεται να είναι ικανοποιητική ακόμα και σε εγκαταλελειμμένα κτήρια. Ορισμένα κτίσματα έχουν ερειπωθεί, αλλά σε όλα οι τέσσερις τοίχοι του περιγράμματος διατηρούνται, ακόμη κι αν η στέγη έχει καταρρεύσει. Στις παραδοσιακές λιθοδομές η συχνότερη ένδειξη φθοράς είναι η ύπαρξη ρωγμών, οι οποίες όμως δεν εκτείνονται σε μεγάλη επιφάνεια των όψεων καθώς διακόπτονται από τις ξυλοδεσιές, και δε φαίνεται να δημιουργείται σοβαρό στατικό πρόβλημα καθώς επρόκειτο για εξαιρετικά επιμελημένες και στιβαρές τοιχοποιίες. Στις περιπτώσεις όπου το συνδετικό υλικό μεταξύ των λίθων αποτελούνταν από χώμα και μικρότερες πέτρες, τυγχάνει συχνά να απουσιάζουν ορισμένοι λίθοι κατά τόπους, οι οποίοι ωστόσο είναι μικρού μεγέθους και άνευ στατικής σημασίας. Ρωγμές κατά κανόνα απαντώνται στα σημεία όπου βρίσκεται εστία, η οποία προκαλεί μεταβολή (μείωση) στο πάχος στου τοίχου με αποτέλεσμα την ευπάθεια των συγκεκριμένων σημείων. Σημαντικές φθορές επίσης έχουν υποστεί και οι εστίες, ιδίως σε εγκαταλελειμμένες οικίες.
Οι παραδοσιακές στέγες του οικισμού έφεραν επικάλυψη από σχιστολιθικές πλάκες, ωστόσο λίγες επιβιώνουν πλέον στον οικισμό, ενώ στα περισσότερα κτήρια έχουν αντικατασταθεί από κεραμοσκεπές ή σε περίπτωση μη χρήσης του κτηρίου από στέγη από λαμαρίνα. Σε ορισμένα ερειπωμένα κτήρια μπορεί κανείς να διακρίνει τον φέροντα οργανισμό να έχει καταρρεύσει, ή πλάκες να έχουν εγκαταλείψει τη θέση τους. Η σχιστολιθική στέγη δεν διαθέτει κονίαμα μεταξύ των λίθων και όντας στοιχείο ιδιαίτερα εκτεθειμένο στον αέρα, τη βροχή, αλλά και το χιόνι, αποτελεί κατασκευή ιδιαίτερα ευάλωτη στην εμφάνιση φθορών, γι’ αυτό και απαιτεί διαρκή συντήρηση. Αντίθετα οι τοιχοποιίες προστατεύονται από το νερό της βροχής χάρη στο γείσο που σχηματίζουν οι στέγες, και με αυτόν τον τρόπο δεν επηρεάζονται το ίδιο έντονα από τα καιρικά φαινόμενα.
Τα ξύλινα παραδοσιακά πατώματα που διατηρούνται σε ορισμένα κτήρια του οικισμού παρουσιάζουν φθορές που συνοψίζονται στον ερπυσμό τον οποίο εμφανίζουν ορισμένες σανίδες, αλλά και την τοπική καταστροφή ή και απουσία πολλών από αυτές. Τα περισσότερα κτήρια πλέον διαθέτουν πατώματα νεότερης κατασκευής, ιδιαίτερα εάν κατοικούνται ακόμη.
Οι εσωτερικοί τοίχοι από τσατμά κατά κανόνα παρουσιάζουν ικανοποιητική εικόνα, ιδιαίτερα από άποψη στατικότητας. Ωστόσο οι επικαλύψεις από λάσπη και σοβά κατά τόπους παρουσιάζουν διακοπές, καθιστώντας ευδιάκριτο το εσωτερικό της δομής.
Σε σχέση με τις παραδοσιακές ξύλινες θύρες και παράθυρα του οικισμού, παρατηρείται φθορά ή αποκόλληση στοιχείων κυρίως σε κτήρια που πλέον δεν χρησιμοποιούνται.
Ελαφριές ξύλινες κατασκευές όπως οι εσωτερικές σκάλες ή οι παραδοσιακοί ξύλινοι εξώστες παρουσιάζουν συχνά σημάδια φθοράς. Οι παραδοσιακές σκάλες σε όσα κτήρια εντοπίστηκαν φαίνεται να διατηρούν τη στατική τους δομή, αποτελούν ωστόσο επίφοβα στοιχεία καθώς ορισμένα πατήματα παρουσιάζουν καμπυλώσεις ή έχουν καταπονηθεί. Όσον αφορά τους ξύλινους εξώστες, η πλειοψηφία έχει αντικατασταθεί από νέους σύγχρονης κατασκευής, καθώς η παραδοσιακή κατασκευή υφίσταται έντονη διάβρωση από τα καιρικά φαινόμενα. Παραδοσιακής δομής ξύλινοι εξώστες απαντώνται σχεδόν αποκλειστικά στα κτήρια τα οποία έχουν περιέλθει σε κατάσταση εγκατάλειψης. Σε ορισμένα κτήρια παρατηρούνται εξώστες οι οποίοι έχουν καταρρεύσει εντελώς, ενώ στα περισσότερα τόσο οι εξώστες όσο και τα στέγαστρα δεν παρουσιάζουν στατικά προβλήματα όσο δεν τους επιβάλλεται φορτίο χρήσης. Ωστόσο η κατάσταση καταπόνησης από τον χρόνο και τα καιρικά φαινόμενα τους προσδίδει έναν χαρακτήρα εύθραυστο που πλέον δεν ενδείκνυται για χρήση.