Κοχύλου (Τμήμα A)

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Εικόνα οικισμού, Ανάπτυξη, Σχέση με φυσικό περιβάλλον

Ο οικισμός εμφανίζει σχεδόν γραμμική ανάπτυξη στον άξονα Ανατολής-Δύσης, σε περιοχή με έντονο ανάγλυφο και ήπια βλάστηση, ενώ στρέφεται με μέτωπο προς τον κόλπο του Κορθίου. Καταλαμβάνει έκταση 6648 στρεμμάτων (πηγή: ΕΛΣΤΑΤ) και αναπτύσσεται σε υψόμετρο περίπου 400 μέτρων.  Περιβάλλεται κυρίως από μη καλλιεργημένες εκτάσεις, με διάσπαρτη και αραιή βλάστηση, διαμορφωμένες με αναλληματικούς τοίχους από τοπικούς σχιστόλιθους, ενώ  είναι έντονες οι οπτικές –πανοραμικές- φυγές προς τον κόλπο του Κορθίου και το Αιγαίο Πέλαγος. Πυρήνας του οικισμού φαίνεται να είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (1817), σε κεντροβαρική θέση, ενώ η δεύτερη ενορία του Αγ. Νικολάου (κτίσμα περίπου του 1900) διαμορφώνει τον δεύτερο πυρήνα ανάπτυξης.

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Πρόκειται για το μεγαλύτερο κάστρο της Άνδρου που διατηρεί οπτική επαφή με το Κάτω Κάστρο στη νησίδα της Χώρας. Είναι κτισμένο σε πλάτωμα, το οποίο έχει επίμηκες σχήμα, μήκος περίπου 450 μ. και πλάτος, με αυξομειώσεις, από 30 έως 95 μ. Στο ανατολικό του τμήμα καταλήγει σε στενό λαιμό που διαμορφώνεται από πελώριους και απότομους βράχους. Στο τμήμα αυτό, όπου εμφανίζεται  υψομετρική διαφορά 10 μ. από το υπόλοιπο κάστρο, δημιουργείται ένας οιονεί εσωτερικός περίβολος, το «καταφύγιον» κατά τους Βυζαντινούς. Ο οχυρωματικός περίβολος του Κάστρου δεν σώζεται ικανοποιητικά σε όλο του το μήκος, είναι όμως απόλυτα διαπιστωμένη η χάραξη του στο φρύδι του βράχου. Οι βράχοι υψώνονται κατακόρυφα και ζώνουν τις πλευρές του εδαφικού εξάρματος που αποτελεί πράγματι ένα πανίσχυρο φυσικό οχυρό. Το τείχος εδράζεται κατά το πλείστον πάνω στο φυσικό βράχο που απολήγει στη στάθμη του πλατώματος. Σε αρκετά σημεία όμως είναι κτισμένο από τα ριζά του βράχου, πλέκεται με το βράχο και γεμίζει τα κενά μεταξύ των βράχων· οι βράχοι δηλαδή συμπεριλαμβάνονται στον οχυρωματικό περίβολο, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο Κάτω Κάστρο. Κατά μήκος του τείχους σώζονται δύο μεγάλοι πύργοι, από τους οποίους ο ένας, στο βόρειο περιτείχισμα, έχει σχήμα κυκλικό. Τα καλύτερα σωζόμενα τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου παρατηρούνται κατά μήκος της βόρειας πλευράς, όπου σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση ο ογκώδης κυκλικός οχυρωματικός πύργος. Η πύλη του Κάστρου δεν έχει επισημανθεί. Εικάζεται ότι μπορεί να βρίσκεται στο βόρειο τείχος του περιβόλου, κοντά στον ογκώδη κυκλικό πύργο. Ένα κτίριο που σώζεται με πολλές μετασκευές και χρησιμοποιείται ακόμη είναι ο ναός της Φανερωμένης, προσκύνημα για τον τόπο, που εορτάζει στις 15 Αυγούστου. Από αυτό το ναό είναι και το Κάστρο γνωστό ως «Κάστρο της Φανερωμένης». Ο ναός είναι επιμήκης, μονόχωρος, εξωτερικών διαστάσεων περίπου 20×3,50 μ., με ορθογώνια εξωτερικά κόγχη ιερού. Είναι πολύ πιθανό να ήταν αρχικά φράγκικο κτίσμα που μετατράπηκε σε Ορθόδοξο ναό, άποψη που ενισχύεται από την ορθογώνια κόγχη του ιερού.

Στη διαδρομή του τείχους του Επάνω Κάστρου παρατηρούνται τμήματα στα οποία έχει χρησιμοποιηθεί ισχυρό συνδετικό κονίαμα, ενώ σε άλλα η τοιχοποιία είναι ευτελής και το συνδετικό κονίαμα μεταξύ των σχιστολίθων είναι απλώς λάσπη. Μπορούν να επισημανθούν τρία είδη τοιχοποιίας στο Επάνω Κάστρο: 
1. Τμήματα των τειχών του περιβόλου είναι κτισμένα με την τοπική σχιστολιθική πέτρα και ισχυρό συνδετικό κονίαμα. Με την ίδια τοιχοποιία είναι κτισμένες οι κινστέρνες που σώζονται μέσα στον περίβολο, οι δύο οχυρωματικοί πύργοι και μεμονωμένοι τοίχοι κατεστραμμένων κτισμάτων στο ανατολικό τμήμα εντός του περιβόλου. Με την ίδια ισχυρή τοιχοποιία είναι κτισμένο και το τριγωνικό οχύρωμα (προμαχώνας) στο δυτικό όριο του «καταφυγίου» που το διαχωρίζει από το υπόλοιπο κάστρο.               
2. Οι περισσότεροι από τους τοίχους -λείψανα οικιών- που σώζονται είναι κτισμένοι με τοπικούς σχιστόλιθους και λάσπη ως συνδετικό υλικό. Είναι κτίσματα ευτελή, που δεν αντέχουν στο χρόνο. 
3. O τρίτος τύπος τοιχοποιίας που απαντά στο Κάστρο είναι η ξερολιθιά, με την οποία είναι κτισμένα κατά το πλείστον μαντριά, άγνωστο αν αυτά συνυπήρχαν με τα σπίτια του οικισμού ή κτίστηκαν υστερότερα, όταν πλέον ο οικισμός είχε εγκαταλειφθεί.