Γενικά Στοιχεία
Η Καλυβιανή είναι ένα μεσαιωνικό χωριό με τούρκικα κατάλοιπα διακοσίων χρόνων σκλαβιάς. Μέχρι το 1669 είχαν εγκατασταθεί εκεί οι Ενετοί ως κατακτητές που τους διαδέχθηκαν οι Τούρκοι. Διοικητικά ανήκε στην κοινότητα Γραμπούσας και με τις ανακατατάξεις των σχεδίων Καποδίστριας-Καλλικράτης ανήκει πλέον στο δημοτικό διαμέρισμα της επαρχίας Κισσάμου. Καλυβιανή ονομάστηκε κατά μια άποψη, από τις καλύβες που έχτιζαν οι αγρότες-κάτοικοι.
<<Το χωριό ήταν πιο μέσα από την ακτή, όχι πάνω στο κύμα, ώστε να προφυλάσσεται από την πειρατεία και να βρίσκεται κοντά στη βρύση, στο πόσιμο νερό. Είχαν σκοπιές για να βάζουν τα όπλα τους, όταν πολεμούσαν. Όλα τα σπίτια είχαν αυλές, παρότι ήταν στριμωγμένα για ασφάλεια. Σε εποχή ευημερίας και ειρήνης δεν εισέβαλε ο ένας στο χώρο του άλλου. Η Καλυβιανή έχει, όπως είπαμε και τα κατάλοιπα της τουρκικής κατοχής. Οι γειτονιές έχουν ακόμη τις διεξόδους, που συνέδεαν το ένα σπίτι με το άλλο, για να αποφύγουν τους Τούρκους. Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να καταχραστούν την ακίνητη περιουσία των κατοίκων, δηλαδή τα χωράφια, για αυτό στρέφονταν στα σπίτια των κατοίκων που τα λήστευαν συχνά. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι κάτοικοι να επιλέγουν τα σπίτια τους να είναι μικρά και λιτά, ίσα που να χωράει η οικογένειά τους>>, μας διηγείται ο κύριος Δεικτάκης, κάτοικος του χωριού, που του αρέσει να ασχολείται με την ιστορία του τόπου του.
Στην κεντρική πλατεία του χωριού δεσπόζει η προτομή του Μανόλη Δεικτάκη, που σκοτώθηκε στην επανάσταση του Σερέτη. Το 1825, στα πλαίσια του μεγάλου ξεσηκωμού που έγινε το '21, ο Δεικτάκης είχε σημαντική συμμετοχή. Τότε οι Κρητικοί κατέλαβαν το κάστρο της Γραμπούσας. Η Κρήτη είχε τρία κάστρα: της Σούδας, της Σπιναλόγγας και της Γραμπούσας. Οι Κρήτες κατέλαβαν το κάστρο της Γραμπούσας και υπήρχε μια σοβαρή επαναστατική δυναμική, ωστόσο η Κρήτη δεν κατάφερε τελικά να απελευθερωθεί.Το κάστρο της Γραμπούσας, καταλήφθηκε με δόλο και διπλωματία, και όχι με επίθεση. Για τρία χρόνια (1825-1828) ήταν καταφύγιο και ελπίδα των επαναστατημένων Κρητικών.
Ο Δεικτάκης διέθεσε ζωή και περιουσία στο μεγάλο αγώνα και προς τιμήν του στήθηκε η προτομή του στην πλατεία της Καλυβιανής. Διέθεσε και οργάνωσε δικό του επαναστατικό σώμα. Όπως λέει ο θρύλος, ήταν κάπως γερασμένος, είχε περάσει τα εξήντα και όταν έσπασε η άμυνα των Κρητικών και οπισθοχώρησαν, εκείνος δεν μπόρεσε να διαφύγει, τον συνέλαβαν και τον κατάκοψαν (όπως λέει ο κύριος Δεικτάκης) οι Τούρκοι.
Άλλοι κάτοικοι από την Καλυβιανή γνωστοί για την κοινή τους δράση είναι: ο Νίκος Ρεβελάκης μεγάλος υποστηρικτής της Δημοκρατίας, που βασανίστηκε πολύ από τη Χούντα, ο Νικηφοράκης ήταν ένας γιατρός και αλτρουιστής και τέλος ο Στυλιανός Κουτσαυτάκης, ο ιστορικός της Γραμπούσας.
Μας είπαν ότι το επίθετο Δεικτάκης είναι κατάλοιπο των Φρυκτωρών. Φρυκτωροί ήταν αυτοί που είχαν τις ντάπιες (προμαχώνες). Φρικτωρίες εκείνη την εποχή ήταν κάποια χτίσματα μικρά τα οποία ήταν ορόσημα. Ο ρόλος τους ήταν διπλός: και για να φυλάνε αλλά και για να μεταδίδουνε τα σήματα φωτός, εκείνη την εποχή, καθώς δεν υπήρχε άλλος τρόπος επικοινωνίας και οι δρόμοι δεν είχαν χαραχθεί, σε αντίθεση με σήμερα.
* Σημείωση: σε πολλά σημεία του άνω κειμένου χρησιμοποιήθηκαν φράσεις και λέξεις που χρησιμοποίησε κατά τη διήγησή του ο κύριος Αθανάσιος Δεικτάκης χωρίς διορθώσεις ή παρεμβολές των συντακτών.
Το κάστρο της Γραμβούσας
Το κάστρο χτίστηκε το 1579-84, σε ύψος 137 μέτρων, πάνω από το εξαιρετικό φυσικό λιμάνι του νησιού, σε σχέδια και υπό την επίβλεψη του Latino Orsini. Το σχήμα του φρουρίου είναι ακανόνιστο τρίπλευρο με τείχη και προμαχώνες από τις τρεις πλευρές, ενώ από τη βόρεια προστατεύεται από τα απόκρημνα βράχια.
Οι Βενετοί μετά από πρόταση του Σοφιανού Ευδαιμονογιάννη, Μονεμβασίτη στρατιωτικού στην υπηρεσία της Βενετίας, ξεκίνησαν να το κατασκευάζουν το 1579 και το ολοκλήρωσαν το 1584 για να ενισχύσουν την προστασία του νησιού απέναντι στους Τούρκους.Το 1588 το φρούριο καταστράφηκε από έναν κεραυνό που κτύπησε την μπαρουταποθήκη (με 350 βαρέλια εκρηκτική ύλη). Τότε είχε 24 κανόνια, 3398 βλήματα, 40.000 λίμπρες μπαρούτι και υδρευόταν από 2 πηγάδια και 5 στέρνες.Οι Βενετοί το ξαναέκτισαν το 1630. Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 οι Βενετοί κράτησαν τα τρία μικρά νησιά της, τη Γραμβούσα, τη Σούδα και τη Σπιναλόγκα και τα οργάνωσαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Διατήρησαν την κυριότητα του για 23 ακόμα χρόνια, έως το 1692, οπότε οι Τούρκοι κατόρθωσαν τελικά να το καταλάβουν, δωροδοκώντας τον Ενετό διοικητή ο οποίος με το παραδάκι που πήρε έζησε την υπόλοιπη ζωή του πλουσιοπάροχα στην Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα, την εποχή του, ήταν γνωστός σε όλη την Πόλη σαν «καπετάν Γραμβούσας». Τελικά παρά το μέγεθος του και την μεγάλη του χωρητικότητα (3.000 άνδρες), φαίνεται ότι δεν χρησιμοποιήθηκε από τους Ενετούς σε κάποια σημαντική μάχη. Κατά τον 19ο αιώνα όμως η ιστορία του Κάστρου εξελίσσεται με πολύ πιο ενδιαφέροντα τρόπο:
Στις 2 Αυγούστου 1824, 15 Σφακιανοί καταλαμβάνουν την Γραμβούσα και το νησί γίνεται το πρώτο κομμάτι κρητικής γης που ελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Το κάστρο, για τα επόμενα 2-3 χρόνια, έγινε ορμητήριο των 3.000 περίπου Κρητικών αγωνιστών. Από εκεί ξεκινούσαν οι λεγόμενοι «καλησπέρηδες», που πολεμούσαν τους Τούρκους με νυκτερινές ενέδρες και κλεφτοπόλεμο. Την περίοδο εκείνη η Γραμβούσα δεν ήταν μόνο το μοναδικό ελεύθερο μέρος στην Κρήτη αλλά και από τα λίγα απαλλαγμένα από Τούρκους μέρη σε ολόκληρη την Ελλάδα. Σύντομα οι επαναστάτες λόγω έλλειψης τροφής και εφοδίων στράφηκαν στην πειρατεία στην οποία επιδόθηκαν με εξαιρετικό ζήλο και επιτυχία. Δύσκολα περνούσε τουρκικό αλλά και ευρωπαϊκό καράβι, δίχως να το κουρσέψουν, το ίδιο έκαναν και σε όλα τα παράλια χωριά της Κρήτης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το νησί έγινε περιβόητο σε όλη την Ευρώπη και απέκτησε το όνομα «το νησί των πειρατών».
Στο νησί άρχισαν να καταφτάνουν και άλλοι Έλληνες οπότε οι επαναστάτες οργανώθηκαν. Έφτιαξαν και προσωρινή διοίκηση του νησιού , το "Κρητικό συμβούλιο" η σφραγίδα του οποίου, όπως και η "Σφραγίς της νήσου Γραμβούσης", φυλάσσονται στην εθνολογική και ιστορική εταιρεία της Ελλάδος.Υπήρχε ακόμα και σχολείο για τα παιδιά των "Γραμβουσιανών" με δάσκαλο τον επίσκοπο Αρδαμερίου Ιγνάτιο. Μάλιστα ο ίδιος εγκαινίασε και μια εκκλησία που την έφτιαξαν οι πειρατές προς τιμήν της "Παναγιάς της Κλεφτρίνας", προστάτιδας των πειρατών. Από την πειρατεία οι Γραμβουσιανοί έβγαλαν χρήματα και ένα μέρος τα επένδυσαν αγοράζοντας την γολέτα "Περικλής" για τον καλύτερο εφοδιασμό τους. Πρόκειται για το περίφημο πλοίο του Τομπάζη που τον μετέφερε στην Κίσαμο στις 25 Μαΐου του 1823 σαν Αρμοστή. Η δράση όμως των πειρατών δεν ήταν αρεστή στις Ευρωπαϊκές δυνάμεις και έτσι, με συμφωνία και της Ελληνικής Κυβέρνησης του Καποδίστρια, στις 19 Ιανουαρίου 1828 αγγλο-γαλλικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο φρούριο, συνέλαβαν μερικά σκάφη και μερικούς από τους θεωρούμενους ως πειρατές και το κατέλαβαν. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε πολυεθνική φρουρά Άγγλων, Γάλλων και Ελλήνων, με αρμοστή τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Έτσι εγκατέλειψαν το νησί οι τελευταίοι Κρήτες, και κατεδαφίστηκαν τα σπίτια μέσα σε αυτό. Η ελληνική φρουρά παρέμεινε μέχρι το Σεπτέμβριο του 1830, όταν καταλήφθηκε από αγήματα των ευρωπαϊκών δυνάμεων (Αγγλίας-Γαλλίας-Ρωσίας) για λογαριασμό του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Τελικά, το 1831 περιήλθε στους Αιγυπτίους και από τότε το κάστρο ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε και ερήμωσε.