Φηρά-Κοντοχώρι

Γενική Παθολογία Κτισμάτων

Η περιοχή μελέτης του Κοντοχωρίου, από την σκοπιά της αρχιτεκτονικής διατήρησης παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς οι παραδοσιακές μέθοδοι κατασκευής και τα τοπικά δομικά υλικά δίνουν αρκετά πλεονεκτήματα. Ειδικότερα την εφαρμογή αυτών παρατηρούμε στην τυπολογία του υποσκάφου.

Πολλά από τα υπόσκαφα της περιοχής είναι είτε απλά εγκαταλελειμμένα ή έχουν καταρρεύσει πλήρως με κύρια αιτία την ερήμωση τους έπειτα από τον σεισμό του 1956. Ωστόσο,η πλειοψηφία διατηρείται σε καλή κατάσταση ειδικά αναφορικά με όποια κτήρια ανήκουν στον δήμο ή έχουν δημόσιο χαρακτήρα, όπως οι εκκλησίες, μουσεία και  ιδιωτικές κατοικίες με ιστορική σημασία για την περιοχή. Μάλιστα δεν είναι λίγα τα υπόσκαφα που έχουν συντηρηθεί και ανακαινισθεί και κατοικούνται και σήμερα. Τα περισσότερα κατά την ανακίνηση τους έχουν προσαρμοστεί ώστε να εξυπηρετούν νέες λειτουργίες όπως ξενοδοχειακές μονάδες , καταλύματα και άλλες τουριστικές υπηρεσίες.

Πέραν αυτών, υπάρχει ένας αριθμός νέων κατασκευών, χαμηλής ποιότητας, χωρίς σεβασμό προς την αρχιτεκτονική που τα περιβάλει  καθώς  αποτελούν ένα κράμα νεωτερισμών  και προσπάθειας μίμησης υπαρχόντων τυπολογιών του νησιού.

Συγκριτικά με άλλες περιοχές του νησιού όπως τα Φηρά ή το Φηροστεφάνι, το Κοντοχώρι δεν έχει υποστεί ισχυρές αλλαγές καθ'υποβολή της τουριστικής βιομηχανίας. Η πλειοψηφία των κτηρίων παραμένουν κατοικίες που κατοικούνται όλο τον χρόνο. Ακριβώς για αυτό το λόγο πολλά είναι τα πλήρως εγκαταλελειμμένα κτήρια. 

Από τα υπόσκαφα που καταγράφηκαν, παρατηρούνται κοινές παθολογίες και καταστροφές. Μεταξύ των κτηρίων που έχουν επισκευασθεί, η πιο κοινή παθολογία είναι η αναπόδραστη εμφάνιση μούχλας και υγρασίας στους τοίχους και η συνεπακόλουθη δυσχέρανση της κατάστασης του σοβά και της μπογιάς, όπως χαρακτηριστικά παρατηρείται στο παράδειγμα του υποσκάφου της Γεροδιάς. Σαφώς άλλη εικόνα παρουσιάζουν τα ερείπια καθώς παρουσιάζουν πέρα από την φθορά των υλικών  και στατικά προβλήματα λόγω του σεισμού αρχικά, και της μη επισκευής τους στην συνέχεια. Σε αρκετές περιπτώσεις η δομή του κτηρίου είναι εμφανής καθώς και όλες οι στρώσεις από τις οποίες αποτελείται, ξεκινώντας από τον βασάλτη, την ηφαιστειακή πέτρα που χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό και ου οποίου η σύνδεση γίνεται με άσπα, έναν ελαφρύ κονίαμα, και τέλος μια επίστρωση από σοβά με τσιμέντο. Οι δομικές αστοχίες στα υπόσκαφα έχουν άμεση σύνδεση με το ίδιο το φυσικό τοπίο, αφού το κτήριο ουσιαστικά είναι μέσα στον βράχο από όπου δέχεται επιρροές από διάφορα φαινόμενα μεταξύ άλλων και ο σεισμός. Οι χημικές διεργασίες διάβρωσης λαμβάνουν δράση στην συνέχεια όταν το κτήρια έχει ήδη βαλθεί, αποδομόντας τα κύρια μέρη του, και κάνοντας το πιο ευπαθές. Επιπρόσθετα, η βλάστηση που παρουσιάζεται και επαναδιεκδικεί το έδαφος φθίνει περεταίρω τις κατασκευές.