Η ανάπτυξη του Κοντοχωρίου είναι σαφές ότι έχει επηρεαστεί από τις ιδιαίτερες τοπογραφικές και κλιματικές συνθήκες του νησιού, τόσο στην αρχική του φάση όσο και στην μετέπειτα εξέλιξη του. Οι κυριότεροι τύποι κτισμάτων που απαντώνται στον οικισμό αντανακλούν την προσπάθεια των κατοίκων να αξιοποιήσουν στο έπακρο τον χώρο μέσα στο δομημένο τμήμα του. Η δόμηση γίνεται αρκετά πυκνή, με μεγάλο μέρος των κτισμάτων να είναι υπόσκαφα και κυρίως μικρά, συνήθως με επίσης μικρή αυλή. Μορφολογικά χαρακτηριστικά που συναντάμε συστηματικά αποτελούν οι θόλοι, οι κάναβες και οι συλλέκτες αέρα, εξοχές στα δώματα που εξυπηρετούν τον αερισμό αυτών των χώρων. Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν συναντούμε διαφοροποιήσεις στα υλικά και τις μεθόδους δόμησης, μιας και τα πρώτα προέρχονται από το νησί και υπαγορεύουν τους δεύτερους.
Μοναδική δομική λύση αποτελούν τα υπόσκαφα, που εκφράζουν απόλυτα τις αρετές της αρχιτεκτονικής της Σαντορίνης. Η οικοδομική μορφοποίηση της σπηλιάς και η αρχιτεκτονική της επέκτασης στον εξωτερικό χώρο ήταν μία σταδιακή εξέλιξη που ξεκίνησε στην αρχή με την προσθήκη μερικών εκατοστών υλικού και έφθασε ως την εντελώς ανεξάρτητη κατασκευή με εξαιρετική αυτονομία και αναπάντεχη λειτουργικότητα. Όποια προβλήματα ανέκυψαν, όπως η συσσώρευση υγρασίας, στατικά προβλήματα και το ζήτημα του αερισμού σε μεγάλο βαθμό επιλύθηκαν, ορισμένες συνθήκες εξακολουθούν ωστόσο να μην είναι ιδανικές. Τα χαρακτηριστικά αυτά επηρέασαν τις μορφές και το ύφος την αρχιτεκτονικής όλου του νησιού και σταδιακά διαμόρφωσαν μια παράδοση που συνεχίζει μέχρι και σήμερα, αν όχι να ακολουθείται πιστά να αποτελεί πάντως πρότυπο προς μίμηση.
Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στο Λαγκάδι απασχολούνταν κυρίως με αγροτικές εργασίες, ενώ σήμερα μεγάλο ποσοστό των μόνιμων κατοίκων συνιστά το ανθρώπινο δυναμικό του τουριστικού τομέα στις γειτονικές περιοχές.
Η εικόνα του οικισμού είναι αυτή ενός χωριού που είναι μεν συντηρημένο και λειτουργικό, βρίσκεται δε στην ακμή του κυρίως εποχιακά το καλοκαίρι, χωρίς όμως να αποτελεί βασικό πυρήνα για τον τουρισμό. Πολλές από τις ανακαινίσεις ειδικότερα των τελευταίων χρόνων φαίνεται να αποσκοπούν στην αξιοποίηση των ήδη υπαρχόντων κτισμάτων, όχι άμεσα από τους ιδιοκτήτες, αλλά ως πηγή εισοδήματος μέσω της διάθεσης τους σε τουρίστες. Εκτός από το γεγονός ότι μεμονωμένα αυτές οι παρεμβάσεις και μετατροπές αλλοιώνουν τον χαρακτήρα των κτιρίων, που είναι συνήθως παλιότερες κατοικίες, η τάση αυτή φαίνεται να προ-οικονομεί μια αλλαγή στον χαρακτήρα και την φυσιογνωμία του μέχρι τώρα οικιστικού και χαμηλών τόνων Κοντοχωρίου στο σύνολό του. Ξενοδοχειακές μονάδες και συγκροτήματα ξεφυτρώνουν με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα, θυσιάζοντας στον βωμό του κέρδους τον σεβασμό στην παράδοση και τον χαρακτήρα της περιοχής, αφού οι παροχές και η αισθητική που παρέχουν και υιοθετούν δεν εναρμονίζονται με το περιβάλλον στο οποίο εντάσσονται. Δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει μέριμνα για την συντήρηση των διάσπαρτων στον οικισμό ερειπίων και άλλων παλαιότερων κτισμάτων από κρατικούς και μη φορείς. Άμεση συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι οι ιδιώτες που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα να συντηρήσουν τα ακίνητα τους να μην μπορούν να τα αξιοποιήσουν και να τα αφήνουν να ρημάζουν, ενώ συχνά όσοι διαθέτουν το κεφάλαιο για την ανακαίνιση τους προχωρούν σε αυτή βασιζόμενοι ότι θα γίνει απόσβεση των εξόδων μέσω της τουριστικής εκμετάλλευσης τους. Ίσως πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο παροχής κάποιου αντικινήτρου ώστε να αναχαιτιστεί ο κίνδυνος ξενοδοχοποίησης της περιοχής, διαφορετικά η συνεχής ανάγκη και ζήτηση καταλυμάτων ενδέχεται να οδηγήσει στην εμπορευματοποίηση άλλου ενός οικισμού στην Σαντορίνη.