Πύργος Καλλίστης

Αξονομετρική Τομή

Χαρακτηριστικός τύπος κτιρίου στον Πύργο Καλλίστης είναι το καστρόσπιτο. Τα καστρόσπιτα εντοπίζονται στο Καστέλι (Κάστρο) και με την περιμετρική χωροθέτησή τους αποτελούν το τείχος του.

Το Καστέλι χτίστηκε το 1580 μ.Χ., το σχήμα του είναι ακανόνιστο κυκλικό και καθορίζεται από το αυστηρό συμπαγές μέτωπο που σχηματίζουν οι εξωτερικοί τοίχοι των καστρόσπιτων. Τα σπίτια αυτά χαρακτηρίζονταν από μεγάλο ύψος (έως και τρείς ορόφους) και από λίγα και μικρά ανοίγματα στη εξωτερική τους πλευρά, με αποτέλεσμα να δημιουργούν το οχυρωματικό περίγραμμα. Ο διαθέσιμος χώρος ήταν περιορισμένος, συνεπώς τα κτίρια αναπτύσσονται, όπως προαναφέρθηκε, καθ’ ύψος, είναι στενομέτωπα, έχουν μικρή ή καθόλου αυλή και είχαν είσοδο μόνο από την εσωτερική πλευρά ενώ παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες. Συνεπώς οι τυπολογία των κτισμάτων, ο διαθέσιμος χώρος, ο τρόπος κατοίκησης, καθορίζεται από τις επιδρομές και από την αναζήτηση τρόπου αντίστασης. Υπήρχε μία μόνο είσοδος στο Καστέλι, ώστε να είναι ελεγχόμενη, ενώ κάτω από αυτό υπήρχε σύστημα στοών το οποίο χρησίμευε για τη διαφυγή των κατοίκων εν ώρα ανάγκης. Μπροστά στην είσοδο του Καστελιού υπάρχει μια πλατεία, όπου ήταν χώρος συγκέντρωσης και ονομαζόταν υψηλός καφενές. Όταν σταμάτησαν οι αμείλικτες επιδρομές πειρατών (κατά το 19ο αιώνα), τα όρια του οικισμού επεκτάθηκαν πέρα από το αμυντικό τοίχος και τα καστρόσπιτα απέκτησαν εισόδους και στην εξωτερική πλευρά.

Οι οικοδομικές τεχνικές στηρίχθηκαν στη λιθοδομία και τη θολοδομία. Αυτό οφείλεται στην περίσσια πέτρας και θηραϊκής γης που αντλούσαν από το φυσικό τους περιβάλλον. Η προϊστορική έκρηξη του ηφαιστείου, είναι υπεύθυνη για την ατράνταχτη ιδιαιτερότητα του νησιού. Η έκρηξη πρόσφερε μια σειρά από υλικά, όπως η τέφρα, η κίσσηρη (ελαφρόπετρα), διάφορα είδη γρανίτη κλπ. Τα υλικά αυτά, σε συνδυασμό με την έλλειψη ξυλείας εξαιτίας της κάλυψης του νησιού με τέφρα, προσδιόρισαν τα συστήματα και τις δυνατότητες κατασκευής, τόσο στον οικισμό του Πύργου όσο και στους υπόλοιπους οικισμούς της Σαντορίνης. Η θηραϊκή γη ή αλλιώς άσπα σκάβεται πολύ εύκολα, ενώ σκληρύνεται όταν έρχεται σε επαφή με την ατμόσφαιρα και δίνει τη δυνατότητα διαμόρφωσης πολλών τύπων θόλων, καθώς και υπόσκαφων κατασκευών. Αντίστοιχα, οι κάτοικοι του νησιού εκμεταλλεύτηκαν τις ιδιότητες των υπόλοιπων υλικών και τις προσάρμοσαν στις ανάγκες τους. Για παράδειγμα η κίσσηρη και η κόκκινη πέτρα, οι οποίες είναι ελαφριές και λαξεύονται εύκολα χρησιμοποιηθήκαν στις ράχες των θόλων, στις ποδιές και στα πρέκια των παραθύρων και των θυρών ή σε πολύ λεπτούς τοίχους. Αντίθετα η μαύρη πέτρα, που είναι πολύ βαριά και σκληρή με αποτέλεσμα να είναι δύσκολα κατεργάσιμη και να χρησιμοποιείται ως φέρων οργανισμός στην τοιχοποιία των κτισμάτων καθώς και ορισμένες φορές στη διαμόρφωση των θόλων.

Όπως και σε όλα τα παραδοσιακά κτίρια του Πύργου έτσι και στα καστρόσπιτα που εξετάζουμε ισχύει η χρήση των υλικών που προαναφέρθηκαν. Τα ανοίγματα γεφυρώνονται αποκλειστικά με θόλους των οποίων οι πλάγιες ωθήσεις παραλαμβάνονται από τους τοίχους μεγάλου πάχους (περίπου 70 εκατοστών) καθώς και από τα γειτονικά καστρόσπιτα που παρατάσσονται σε συνέχεια ορίζοντας το τείχος. Οι μαύρες πέτρες της φέρουσας τοιχοποιίας χρησιμοποιούνται αλάξευτες ή με πολύ μικρή επεξεργασία. Η εκμετάλλευση του ισχυρού κονιάματος εξασφαλίζει άριστη συνοχή και σταθερότητα και δεν απαιτεί την προσεκτική επιμέλεια της πέτρας στις γωνίες των κτιρίων ή τη χρήση ξυλοδεσιάς όπως εντοπίζεται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική άλλων τόπων. Τέλος η τοιχοποιία επικαλύπτεται με στρώση ασβεστοκονιάματος σε ανάμιξη με θηραϊκή γη. Το κονίαμα αυτό δεν είναι τόσο ισχυρό όσο αυτό που χρησιμοποιείται για το δέσιμο της τοιχοποιίας αλλά συμβάλει στον περιορισμό εισόδου της υγρασίας. Έχει λευκό χρώμα (λόγω ασβέστη) και ορισμένες φορές προστίθενται στο μίγμα χρώματα όπως το λουλακί ή διάφορες αποχρώσεις της ώχρας.   Το ξύλο χρησιμοποιείται μόνο στη διαμόρφωση κουφωμάτων αλλά και στο ξυλότυπο των θόλων.   

Στο καστρόσπιτο που εξετάζουμε, στους δύο πρώτους ορόφους έχουν χρησιμοποιηθεί τα κατασκευαστικά υλικά με τον τρόπο που αναφέρθηκαν. Εξαιτίας του μεγάλου σεισμού του 1956 ο τρίτος όροφος κατέρρευσε με αποτέλεσμα τα ξαναχτιστεί εξ’ ολοκλήρου από οπλισμένο σκυρόδεμα. Αυτό είναι αντιληπτό μόνο στο εσωτερικό του κτιρίου μιας και οι τοίχοι είναι αισθητά πιο λεπτοί σε σχέση με τους υποκείμενους ορόφους και τα ανοίγματα δεν γεφυρώνονται με τη χρήση των θόλων.  Λόγω της έντονης κλίσης του εδάφους ο πρώτος όροφος είναι ημιυπόσκαφος.