Τα παραδοσιακά αγροτικά σπίτια του χωριού είναι μονόχωρα, δίχωρα και σπανιότερα τρίχωρα ώστε να φιλοξενούν σάλα (μεσημβρινό), χειμωνιάτικο και υπνοδωμάτιο. Το μπάνιο, ο φούρνος, όπως και η στέρνα -όταν υπάρχουν- είναι κατά κανόνα στην αυλή. Λόγω της κλίσης του εδάφους έχουν διαφορετικό αριθμό ορόφων από την πλευρά του βράχου και την πλευρά της κατωφέρειας. Ο επιπλέον όροφος -ισόγειο από τη μια πλευρά, υπόγειο από την άλλη- έχει συχνά θολωτή οροφή και χρησιμοποιείται ως στάβλος ή αποθήκη γεωργικών προϊόντων με άμεση πρόσβαση από την αυλή και σε αντιστοιχία με την αυλόθηρα. Η είσοδος στην κυρίως κατοικία είναι ξεχωριστή. Τα κτίσματα αυτής της ενότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την παραγωγή, γεγονός που φαίνεται και στις όψεις τους με αργολιθοδομές ή ημιλαξευμένους λίθους (λιθοδομή rustico) με ενισχυμένες μόνο τις γωνίες με λαξευτούς λίθους.
Με τη μεγάλη οικονομική άνθηση του χωριού στις αρχές του 20ου αιώνα πραγματοποιούνται πολλά κοινωφελή έργα, μεταξύ των οποίων η πλακόστρωση της πλατείας, ασφαλτόστρωση και επισκευή δρόμων. Τότε δημιουργείται γύρω από το νέο κέντρο βάρους του χωριού (το παλιό ήταν η Κάτω Βρύση) ένας πυρήνας εμπορικών δραστηριοτήτων που εκτείνεται μέχρι την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τα σπίτια αυτής της ενότητας έχουν προσόψεις λαξευτής τοιχοποιίας και είσοδο απευθείας από το δρόμο. Εκμεταλλεύονται όλο το διαθέσιμο χώρο δόμησης, φτάνουν στα όρια του οικοπέδου τους που είναι κατά κανόνα μικρό και δεν έχουν αυλή. Στο ισόγειο είναι καταστήματα, ενώ στον όροφο κατοικίες. Συχνά λόγω της κλίσης του εδάφους έχουν υπόγειο ως αποθηκευτικό χώρο ή κελάρι. Αργότερα η ενότητα επεκτάθηκε προς δύση, εκατέρωθεν του επαρχιακού δρόμου προς Σπάρτη.