Οι όγκοι των σπιτιών, άναρχα τοποθετημένοι μέσα στον οικισμό δημιουργούν πυκνώσεις και αραιώσεις ανάλογα με τα τοπόσημα. Η έλλειψη του αυστηρού σχεδιασμού οδήγησε σε ένα δίκτυο δρόμων φαινομενικά τυχαίο που στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων. Τα κτίσματα εκατέρωθεν αυτών χαρακτηρίζονται από αυστηρό ύφος λόγω των έντονων ακμών, των μικρών τυπικών ανοιγμάτων και των σκληρών τους ορίων.
Τα χρώματα μπλέκονται, το γκρι της πέτρας εναρμονίζεται απόλυτα με τα βράχια που ξεφυτρώνουν ανάμεσα και γύρω από τον οικισμό σαν μικροί γίγαντες που θέλουν να προβάλλουν την επιβλητικότητα τους. Οι αποχρώσεις των κεραμιδοσκεπών και των ξύλινων κουφωμάτων εμφανίζονται σαν συνέχεια των κορμών των δέντρων πλήρως ενσωματωμένα με το τοπίο, σαν να βρίσκονται εκεί από πάντα, ως φυσική προστασία των σπιτιών. Ένας οικισμός που έχει μπλεχτεί με τη φύση και έχει γίνει ένα μαζί της, γαλήνια, με σεβασμό και μέτρο. Μια σχέση διαλεκτική, δούναι – λαβείν, που φαίνεται να μην έχει όρια και να σβήνει σιγά σιγά στα πυκνοφυτεμένα βουνά της Γορτυνίας. Δεν είναι όμως μόνο τα χρώματα που αντανακλούν τη μαγεία της Δημητσάνας. Ο οικισμός από μακριά φαίνεται να έχει σκαρφαλώσει στη βουνοπλαγιά και να αγναντεύει επιβλητικά το σεισμικό ρήγμα. Λες και απολαμβάνει τη θέα που εξαπλώνεται μπροστά της, η Δημητσάνα έχει απλωθεί στον αυχένα μεταξύ δυο λόφων. Ξεχασμένη από την ισοπεδωτική μανία της εμπορικότητας και της εκβιομηχάνισης μένει απλά να θυμίζει πως υπάρχουν και άλλοι ρυθμοί ζωής, πιο ανθρώπινοι, πιο φυσικοί και πιο ήρεμοι...