Μια πρώτη αλλοίωση αφορά τα κουφώματα των ανοιγμάτων. Σύμφωνα με την παράδοση της περιοχής, όπως και σε πολλούς παραδοσιακούς οικισμούς, στην Κερατέα επικρατούσαν τα ξύλινα κουφώματα . Ωστόσο, λόγω φθοράς και σαπίσματος από την υγρασία της περιοχής, όντως κοντά στην θαλάσσα, και των εντόμων, όντας κοντά στην εξοχή, τα κουφώματα άρχισαν να σπάνε ή μπορεί να κατέρρευσαν ολοκληρωτικά. Επομένως για βιοποριστικούς λόγους οι κάτοικοι αντικατέστησαν τα παλιά κουφώματα είτε θέλοντας να διατηρήσουν το παραδοσιακό στοιχειο με νεα ξύλινα στο φυσικό τους χρώμα ή βαμμένα που θα ηταν πιο εκσυγχρονισμένα είτε με αλουμινένια, στοιχείο πιο ωφέλιμο αφού είναι πιο μοντέρνα και δεν χρειάζονται απαραίτητα συχνά επισκευές. Η τελευταία, ωστόσο, επιλογή απομακρύνεται αρκετά από το παραδοσιακό στοιχείο ως εικόνα και λογική. Η αλλαγή αυτή βέβαια θεωρείται αρκετά μικρή για να κάνει μεγάλη αντίθεση στις όψεις των κτιρίων αλλά παραμένει μια ήπια αλλοίωση. Στη συνέχεια, μια ακόμα επέμβαση η οποία θεωρείται έντονη είναι η επίστρωση δομικών στοιχείων με σοβά. Αυτό περιλαμβάνει σαν μια περίπτωση το σοβάτισμα της παραδοσιακής τοιχοποιίας αλλοιώνοντας το πιο σημαντικό στοιχείο της παραδοσιακής όψης της Κερατέας. Δεύτερη περίπτωση είναι το σοβάτισμα απολήξεων στέγης. Πολλές στέγες στην άκρη τους πάνω από τον τοίχο είχαν ωμόπλινθους οι οποίοι αργότερα επικαλύφθηκαν με κάποιο επίχρισμα για να ταιρίαξουν με την υπόλοιπη σοβατισμένη όψη ενός νεοκλασικού κτιρίου. Τρίτη περίπτωση, είναι η επικάλυψη ολόκληρων όγκων με κάποιο χρώμα ή με ασβεστοκονίαμα ή σοβα. Όλο αυτό αλλάζει εντελώς τον παραδοσιακό χαρακτήρα της Κερατέας και αντιθέτως την παραλληλιζει με μια πιο μοντέρνα Αθήνα της εποχής εκείνης. Τέλος μια ακόμη αλλοίωση αφορά τον εσωτερικό χώρο του κτιρίου. Σε πολλές κατοικίες προστέθηκε αργότερα ψευδοορόφη που επικάλυψε την πρώην εμφανή στέγη, στοιχείο που αποτελούσε χαρακτηριστικό ενός παραδοσιακου σπιτιού. Αυτή η αλλοίωση θεωρείται ήπια εφόσον δεν είναι εμφανής με την πρώτη ματιά και επομένως δεν αλλοιώνει τόσο πολύ την εικόνα του οικισμού.