Λαμβάνοντας υπόψιν την παθολογία των παραδοσιακών κτισμάτων της Δροσοπηγής, μπορεί κανείς να αντιληφθεί την ανάγκη για επεμβάσεις οι οποίες αποσκοπούν στην διατήρηση της καλής κατάστασης της κατασκευής, την επιδιόρθωση των τυχόντων φθορών αλλά και τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χώρου. Παρ’ όλα αυτά οι επεμβάσεις δεν γίνονται πάντοτε με γνώμονα την ένταξη στο περιβάλλον του οικισμού και τον σεβασμό στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική του τόπου. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για λόγους ευκολίας και μείωσης του κόστους χρησιμοποιώντας βιομηχανικά δομικά μέλη, αλλά και εξαιτίας έλλειψης συνείδησης και ευαισθησίας ως προς την αρχιτεκτονική κληρονομιά του οικισμού. Ο βαθμός των επεμβάσεων μπορεί να είναι ήπιος και αναστρέψιμος, ή καταστρεπτικός ως προς την παραδοσιακή μορφή του κτίσματος και την ένταξη αυτού στο ευρύτερο σύνολο.
Οι ηπιότερες επεμβάσεις αφορούν την αντικατάσταση των παραδοσιακών ξύλινων κουφωμάτων από σύγχρονα αλουμινίου, τα οποία σίγουρα διατηρούνται καλύτερα στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες αφού διαθέτουν μόνωση και σφράγιση. Συχνή είναι επίσης η διαφοροποίηση των αναλογιών και του μεγέθους των ανοιγμάτων σε σχέση με τα προϋπάρχοντα, κυρίως του ισογείου, με συνηθέστερη τη διαπλάτυνση τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ισόγειο παλαιότερα αποτελούσε βοηθητικό χώρο, ενώ σήμερα έχει διαμορφωθεί σε χώρο διημέρευσης
Στα κτήρια τα οποία κατοικούνται ακόμη παρατηρείται επίσης αντικατάσταση των παραδοσιακών εξωστών με σύγχρονους οι οποίοι έχουν πλάκες από σκυρόδεμα, αλλά διατηρούν ξύλινο στέγαστρο με την πρότερη δομή. Συχνή είναι επίσης η αντικατάσταση των παραδοσιακών καρφωτών πατωμάτων στα κτήρια που κατοικούνται ακόμη, με νεότερα δάπεδα βιομηχανικής ξυλείας τα οποία όμως διατηρούν την ίδια δομή σανίδων επί δοκών. Οι επεμβάσεις αυτές ωστόσο είναι αναστρέψιμες, και δεν αλλοιώνουν ιδιαίτερα τον χαρακτήρα των κτηρίων.
Επιπλέον, μια επέμβαση η οποία έχει αντίκτυπο στην οπτική εικόνα του κτίσματος αλλά συχνά κρίνεται απαραίτητη είναι η αντικατάσταση της στέγης. Η παραδοσιακή σχιστολιθική στέγη αντικαθίσταται συνηθέστερα από κεραμοσκεπή, η οποία μπορεί χρωματικά να αποκλίνει από τον βραχώδη γκρι χαρακτήρα του τοπίου, αλλά ωστόσο αποτελεί παρέμβαση που σφραγίζει το κτήριο ενάντια στα καιρικά φαινόμενα και απαιτεί λιγότερη συντήρηση από τη σχιστολιθική στέγη.
Όσον αφορά τις παραδοσιακές λίθινες τοιχοποιίες, σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται σφράγιση των αρμών με κονίαμα, για λόγους συντήρησης. Σε άλλες περιπτώσεις παρατηρούμε τοιχοποιίες που ακολουθούν το παραδοσιακό λιθόκτιστο σύστημα αλλά έχουν επικαλυφθεί με σοβά πάνω στον οποίο έχουν χαραχτεί οι αρμοί, γεγονός που αλλοιώνει την πρότερη εικόνα του κτηρίου. Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι που παραδοσιακά κατασκευάζονταν από τσατμά διατηρούνται στα εγκαταλελειμμένα κτήρια αλλά στα νεότερα έχουν αντικατασταθεί από σύγχρονους τοίχους από οπτόπλινθους.
Αρκετά συχνό φαινόμενο αποτελεί επίσης και η προσθήκη νέων όγκων δομημένων από σκυρόδεμα ή οπτόπλινθους στα ήδη υπάρχοντα κτήρια, καθώς η χρήση των χώρων αλλάζει και δημιουργείται ανάγκη για νέους. Έτσι το παλαιό τετράπλευρο περίγραμμα του αρχικού κτηρίου είναι περισσότερο ή λιγότερο διακριτό, ενώ η συνολική εικόνα του κτηρίου αλλοιώνεται. Τέλος, στον οικισμό της Δροσοπηγής παρατηρούνται παρεμβάσεις οι οποίες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον παραδοσιακό χαρακτήρα του Ηπειρωτικού οικισμού, όπως κτήρια τα οποία είναι δομημένα από οπλισμένο σκυρόδεμα και οπτόπλινθους, και δηλώνουν έντονα με τη μορφή τους την παρέκκλιση από το παραδοσιακό αρχιτεκτονικό πλαίσιο.