Στο πλαίσιο της καταγραφής–συγκριτικης μελέτης καταλήγουμε σε ένα βασικό συμπέρασμα: στον οικισμό δεν υπάρχει τυπολογία που μπορεί να κατηγοριοποιήσει τα κτίσματα, τόσο χρονολογικά όσο μορφολογικά. Το φαινόμενο αυτό πιθανόν παρατηρείται, είτε λόγω του μικρού μεγέθους του οικισμού, είτε λόγω των πολλαπλών τροποποιήσεων στις χρήσεις χώρων, κυρίως των κατοικιών.
Παρ’ολ’αυτα σε όλα, σχεδόν, τα κτίρια υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κρητικής αρχιτεκτονικής. Η δόμηση του οικισμού είναι πυκνή με στενούς δρόμους, όπου μεγάλο μέρος των κατοικιών είναι ενωμένο μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η επικοινωνία από το ένα σπίτι στο άλλο μέσω δωματίων καθίσταται εξαιρετικά εύκολη. Με την πάροδο του χρόνου η ο μονόχωρος εξελίσσεται με την προσθήκη ορόφου, στον οποίο οδηγεί εξωτερική σκάλα. Στην περίπτωση αυτή ο χώρος του ισογείου χρησιμεύει σαν αποθηκευτικός και χώρος για την σταύλιση των ζώων, ενώ ο όροφος καλύπτει ιδιωτικές ανάγκες της οικογένειας. Αποτελεσματικά, με την προσθήκη επιπλέον χώρων δημιουργείται ένας πιο σύνθετος τύπος κατοικίας. Είναι ο τύπος διώροφου σε τυπολογία Γ, που πολλές φορές διαθέτει και συμπληρωματικούς βοηθητικούς χώρους γύρω από την αυλή του. Πάγματι, σε δύο από τις παλαιότερες χαρακτηριστικές κατοικίες του οικισμού οι ισόγειοι χώροι που αρχικά στέγαζαν όλες τις χρήσεις της κατοικίας επικονωνούσαν μεταξύ τους, ενώ σταδιακα προστέθηκε όροφος, μετατρέποντας αυτούς τους χώρους σε αποθήκες. (πινακας τυπολογίας συγκρότημα Μανώλη-Αντωνίας-Ελευθερίας Χουδαλάκη Ά-΄Β στάθμη)
Εσωτερικά οι οροφές στηρίζονται, κυρίως, σε ξύλινες δοκούς, πάνω από τις οποίες χρησιμοποιούνται μικρότερα κλαδιά σε πυκνή διάταξη για να συγκρατούν την τελική επικάλυψη από αδιαπέραστο χωμα.(εικ.1) Τέλος, σε όλα τα κτίσματα, παρά την πάροδο του χρόνου, υπάρχουν τρία αναλλοίωτα στοιχεία της πραδοσιακής κρητικής αρχιτεκτονικής. Αυτά είναι: