Τα συμπεράσματα μας από την μελέτη του οικισμού της Μεράδας, επιβεβαίωσαν τις αρχικές μας εκτιμήσεις. Το φυσικό περιβάλλον, τα γήινα χρώματα και τα μικρά κτίσματα κοντά στην κλίμακα του ανθρώπου συνθέτουν ένα αποτέλεσμα που αποπνέει ατμόσφαιρα παλαιότερων χρόνων. Αυτό ενισχύεται από την εικόνα εγκατάλειψης που αντικρίσαμε επισκεπτόμενοι το χωριό. Λίγα κτήρια για ακόμα λιγότερους κατοίκους. Πολλοί έφυγαν, αναζητώντας στα αστικά κέντρα εργασία και καλύτερες συνθήκες ζωής. Όσοι έμειναν –συνήθως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία- φροντίζουν το σπίτι τους με τα λίγα μέσα που διαθέτουν και ζουν μια λιτή και ήρεμη ζωή στον ήμερο αυτόν τόπο.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ-ΔΟΜΗ
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η εικόνα και η δομή του οικισμού αντικατοπτρίζει με πολύ σαφή τρόπο τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων. Δημιουργήθηκαν δύο γειτονιές από δύο διαφορετικές οικογένειες. Για το λόγο αυτό αποτελούν δύο αυτοτελείς οικιστικές ενότητες, οι οποίες παρουσιάζουν παρόμοια εσωτερική οργάνωση και συνοχή. Συνεχείς δρόμοι, που ήρθαν να «γεμίσουν» το κενό των κτηρίων, απουσία τόσο πλατειών και πλατωμάτων όσο και τοπόσημων και γενικότερα δημοσίων κτηρίων δίνουν ξεχωριστό χαρακτήρα στο χωριό. Συνεπώς, σε μια οικιστική ενότητα που δεν εντάσσεται σε κάποια πολεοδομική οργάνωση ο χώρος είναι στην ουσία αποτέλεσμα αναγκαιοτήτων.
Αν σκεφτούμε επιπλέον ότι όλοι οι κάτοικοι αποτελούν μέλη της ίδιας οικογένειας, σίγουρα δεν υπάρχει ανάγκη σαφούς ορισμού του ιδιωτικού χώρου. Παρόλα αυτά προσπάθειες εξασφάλισης ιδιωτικότητας προκύπτουν, όχι με βάση κάποιο σχέδιο, αλλά καθαρά από τις ανάγκες των κατοίκων. Χρησιμοποιώντας αμυδρές διαφοροποιήσεις στο ύψος της εισόδου (συνήθως ένα ή δύο σκαλοπάτια) ή με την διαφοροποίηση του επιπέδου της αυλής από το δρόμο, τα όρια του κάθε σπιτιού αποσαφηνίζονται. Χωρίς τη χρήση, λοιπόν, κάποιου τεχνητού εμποδίου, οι κάτοικοι κατάφεραν να θέσουν τα όρια του προσωπικού τους χώρου διαμορφώνοντας έτσι μια προσωπική αρχιτεκτονική.
Όπως οι περισσότεροι ελληνικοί παραδοσιακοί οικισμοί, έτσι και η Μεράδα, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στον τρόπο κατασκευής των κτισμάτων. Βλέπουμε τα τοπικά υλικά να διαμορφώνουν το δομικό σύστημα. Κυριαρχεί η ψαθυρή πέτρα («αμμόπετρα»), η οποία εξορύσσεται από το κοντινό λατομείο, στη διαμόρφωση των κατακόρυφων φερόντων στοιχείων. Σε συνδυασμό με τα κυπαρίσσια και τους κορμούς αγριελιάς που αποτελούν τα οριζόντια συστήματα, ολοκληρώνεται η δομή του κτηρίου. Για λόγους προστασίας αλλά και προσωπικής μορφολογικής έκφρασης, οι τελικές επιφάνειες επιχρίονται με ασβεστοκονιάματα άχρωμα (λευκά) ή και έγχρωμα (λουλακί, ώχρα). Τέλος, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τη μορφολογία του εδάφους και τον προσανατολισμό, χτίζονται οι κατοικίες που θα στεγάσουν τις ανάγκες των κατοίκων.
Η ΜΕΡΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ
Το μεγαλύτερο μέρος των κτισμάτων που αντικρίζει κανείς σε μια επίσκεψη στον οικισμό, είναι τα «κουφάρια» παλαιότερων κατοικιών για τα οποία κανείς δεν μερίμνησε μετά την εγκατάλειψή τους. Ταυτόχρονα, βλέπουμε λιγοστές κατοικίες σε μέτρια κατάσταση, οι οποίες στεγάζουν τους σημερινούς κατοίκους. Για λόγους βιωσιμότητας έχουν υποστεί φθηνές επεμβάσεις και προσθήκες που πολλές φορές δεν ακολουθούν την ευρύτερη μορφολογία, παρόλα αυτά δεν ξεφεύγουν κατά κύριο λόγο από την τοπική κλίμακα. Η παραπάνω κατάσταση καθιστά δύσκολη την ανακήρυξη της Μεράδας ως διατηρητέο οικισμό, με αποτέλεσμα το χωριό να αφήνεται στην τύχη του και προσπάθειες διάσωσης της τοπικής κληρονομιάς να μοιάζουν ανέφικτες.
Η εικόνα εγκατάλειψης οφείλεται κυρίως στην επέκταση του επαρχιακού δρόμου, ο οποίος δεν συμπεριέλαβε τη Μεράδα στα σχέδιά του. Αυτό από τη μία οδήγησε στην μετοίκιση πολλών ντόπιων στα κοντινά αστικά κέντρα, από την άλλη, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, ότι με τον τρόπο αυτό η περιοχή προστατεύθηκε από κερδοσκοπικές τουριστικές επιχειρηματικές κινήσεις και άλλους εξωγενείς παράγοντες με αποτέλεσμα ο παραδοσιακός χαρακτήρας του χωριού να διατηρείται.
Έτσι, συναντάμε σήμερα δεκαπέντε κατοίκους. Οχτώ ηλικιωμένους, οι οποίοι είτε δεν εγκατέλειψαν ποτέ το χωριό, είτε επέστρεψαν στον τόπο καταγωγής τους αφήνοντας τα αστικά κέντρα όπου είχαν μετοικήσει. Μία τριμελή οικογένεια Ρουμάνων που ασχολείται με τη γη και την καθαριότητα των σπιτιών των ντόπιων. Ένα ζευγάρι Άγγλων και έναν Γερμανό φωτογράφο. Οι περιπτώσεις των Άγγλων και του Γερμανού είναι ξεχωριστές. Η φυσική ομορφιά και η ηρεμία του τοπίου τους οδήγησε να εγκατασταθούν στη Μεράδα, ανακατασκευάζοντας παλιές κατοικίες που αγόρασαν, καταβάλλοντας παράλληλα σημαντική προσπάθεια για τη διατήρηση του παραδοσιακού τοπικού χαρακτήρα. Ακόμα, συναντάμε και μια επόμενη γενιά που ασχολείται με την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή. Πρόκειται για δύο αδέρφια που καλλιεργούν τη γη τους και παράγουν με μεράκι τοπικά βιολογικά προϊόντα.
Η όποια ζωντάνια αποπνέει ο οικισμός, προκύπτει από την ενασχόληση των λιγοστών του κατοίκων με τον πρωτογενή τομέα. Η αγροτική παραγωγή αφορά κατά κύριο λόγο ελιές, αμπέλια και εσπεριδοειδή. Εξέχουσας σημασίας αποτελεί η παραγωγή τσικουδιάς και κρασιού. Σημαντική παρατήρηση, όπως προαναφέρθηκε, είναι η απουσία ανάπτυξης του τουρισμού, με εξαίρεση τον έναν και μοναδικό ξενώνα του χωριού. Αυτό σημαίνει πως το χωριό ακολουθεί τους δικούς του ρυθμούς ζωής. Βέβαια είναι απαραίτητο να αναφέρουμε την εξάρτησή του από τα κοντινά αστικά κέντρα, αφού στη Μεράδα δεν υπάρχουν καταστήματα, φαρμακεία και γενικότερα κτήρια υποδομών για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών των κατοίκων.
Η Μεράδα, παρά την έντονη αίσθηση της εγκατάλειψης, καταφέρνει να διατηρήσει την ηρεμία του φυσικού τοπίου που την περιβάλλει, και να προβάλλει έναν τρόπο ζωής απαλλαγμένο από τα υλικά αγαθά, στραμμένο στις αξίες του συλλογικού βίου και της φιλοξενίας.