Η εξέλιξη του οικισμού σε όλη τη διάρκεια ανάπτυξης του οικισμού ακολούθησε διαφορετικές μορφές. Ξεκίνησε ουσιαστικά διπολική αφού δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν δύο οικισμοί, οι οποίοι και μέσα από μία εξελικτική διαδικασία ενώθηκαν και αποτέλεσαν ένα ενιαίο σύνολο. Η εξάπλωση του οικισμού από εκεί και πέρα ήταν προς τα δυτικά. Όσο πιο πρόσφατα μελετάμε τόσο πιο μεγάλη ήταν η ανάπτυξη του.
Πρόκειται ουσιαστικά για έναν από τους μεγαλύτερους οικισμούς του νομού Λακωνίας. Είναι ένα κεφαλοχώρι που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός τόπου που σε όλη τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων είχε την ισχύ και την υπεροχή σε όλη τη γύρω περιοχή. Παράγοντας που έδρασε τόσο σημαντικά είναι η θέση του. Το γεγονός ότι βρίσκεται στους πρόποδες του Πάρνωνα βοήθησε καταπληκτικά στην ανάπτυξή του, αφού αποτέλεσε πέρασμα πολύ σημαντικών κινήσεων σε όλη την Πελοπόννησο. Εμπορικές κινήσεις που είτε οδηγούσαν από τη θάλασσα στην ηπειρωτική Πελοπόννησο, είτε αμφότερα στα δύο κάτω άκρα του νομού. Στοιχείο που ενισχύει ακόμα πιο έντονα αυτή την άποψη είναι ότι οι ίδιοι οι Γερακίτες δεν ήταν μόνο παραγωγοί, αλλά και έμποροι. Έτσι είχαν δημιουργήσει μια κοινωνία αυτάρκη σε μεγάλο βαθμό που μπορούσε να στηριχτεί αποκλειστικά και μόνο στις δικές της δυνάμεις. Όλα αυτά τα θετικά που συγκέντρωνε, όμως, τον έκαναν πόλο έλξης και σε βάθος χρόνου πολύπαθο, καθώς εκτός από τις καταστροφές που υπέστη σε περιόδους πολέμων, υπέστη πολύ συχνά και λεηλασίες για τα πλούτη που διέθετε.
Όλη αυτή η ανάπτυξη που περιγράφηκε προηγουμένως δε μπορούσε να επιφέρει παρά ένα μεγάλο οικονομικό κέρδος και στους ίδιους τους κατοίκους που το εκμεταλλεύτηκαν δίνοντας στα αρχοντικά του οικισμού σημαντικές διαστάσεις και ποιότητα στις όψεις. Οι Γερακίτες σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούσαν να φέρουν και ιδέες, αλλά και οικονομική ενίσχυση στον τόπο τους. Αυτό έδωσε στον οικισμό νέα μορφή και εκσυγχρόνισε τις συνθήκες πολύ νωρίτερα απ ότι αυτό συνέβη στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι αφού αναφερόμαστε σε έναν οικισμό με τόσο μεγάλο εύρος η ομοιογένεια ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Κατά συνέπεια διαφοροποιείται κατά οικιστικές ενότητες αλλά και σα σύνολο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του. Οι παλαιότερες οικιστικές ενότητες ορίστηκαν νωρίτερα, ωστόσο ακόμα και σήμερα γίνονται φανερά σε κάποια σημεία τα σημάδια από τη διαφορετικότητα των ενοτήτων. Στην περιοχή μελέτης μας δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα κτίρια διαφοροποιούνται ως προς το μέγεθος, τα υλικά και την ποιότητα της κατασκευής. Στο ανώτερο σημείο της περιοχής αυτής μπορεί κανείς να εντοπίσει μικρές μονόχωρες κατοικίες , ή και δίπατες σε περιπτώσεις που αξιοποιείται η φυσική κλίση του εδάφους. Εν αντιθέσει στο κατώτερο μέρος της περιοχής μελέτης εντοπίζεται μια εμπορική ζώνη μεγάλης κίνησης και υψηλής οικονομικής κατάστασης. Τα κτίρια αν και στην πολύ αρχική τους μορφή μπορεί να ήταν μονόχωρα, στη συνέχεια μοιράζονταν εσωτερικά και επεκτείνονταν καθ΄ ύψος σε μια προσπάθεια επίδειξης δύναμης και κύρους. Η διαφοροποίηση αυτή γίνεται αισθητή και με τα υλικά που χρησιμοποιούνταν σε κάθε περιοχή. Πάνω από τον περιφερειακό δρόμο η τοιχοποιία είναι αργολιθική και σε ορισμένα παραδείγματα ημιλαξευτή, ενώ τα εσωτερικά χωρίσματα γίνονται από μπαγδατί, ανεπίχρηστο πολύ συχνά. Στην περιοχή κοντά στην πλατεία και πάνω στον εμπορικό δρόμο η τοιχοποιία είναι ημιλαξευτή και κατά διαστήματα λαξευτή. Όταν μάλιστα η λιθοδομή δεν είναι καλής ποιότητας επιχρίεται προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερο αποτέλεσμα. Τα εσωτερικά χωρίσματα γίνονται πάλι με τοίχους από μπαγδατί, αλλά αυτή τη φορά επενδύονται με ασβεστοκονίαμα ή ξύλο. Τα χαρακτηριστικά διαφοροποίησης των περιοχών του οικισμού δεν είναι τόσο έντονα στη σύγχρονη δομή όσο στα παραδείγματα που προαναφέρθηκαν. Καταληκτικό παράγοντα σε αυτό αποτελούν οι προσθήκες που έχουν γίνει με το πέρασμα τωνχρόνων που είτε ήταν υπέρ της διατήρησης του χαρακτήρα του οικισμού είτε κατά. Η ύπαρξη άλλωστε τόσο αυστηρού νομοθετικού πλαισίου δόμησης δεν ευνοεί τηντήρηση του.