Η οικονομία της περιοχής βασίστηκε κυρίως στην κτηνοτροφία, καθώς η ορεινή και αγριεμένη φύση της περιοχής δεν ήταν κατάλληλη για αγροτικές καλλιέργειες. Ωστόσο, οι κάτοικοι του Συρράκου δεν περιορίστηκαν σε αυτήν τη δραστηριότητα. Αντίθετα, αξιοποίησαν τα πλούσια ύδατα του ποταμού Χρούσια για την επεξεργασία του μαλλιού, καθώς επίσης και για την παραγωγή μαλλινών υφασμάτων, όπως οι κάπες. Αυτή η πρωτοβουλία οδήγησε στην ίδρυση μιας επιτυχημένης βιομηχανίας μεταποίησης και παραγωγής μαλλινών προϊόντων, τα οποία γνώρισαν μεγάλη ζήτηση σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.
Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, ο πληθυσμός του Συρράκου είχε φθάσει τους 4000 κατοίκους. Ο οικισμός εξελίχθηκε σε ένα βιομηχανικό κέντρο για την παραγωγή μαλλινών υφασμάτων, κυρίως καπέλων, τα οποία εξάγονταν σε ευρύτερη κλίμακα, συμβάλλοντας στην οικονομική ευημερία του οικισμού. Αυτή η ευημερία διατηρήθηκε έως το τέλος της εποχής της κτηνοτροφίας, όταν το βαμβάκι αντικατέστησε το μαλλί και η ζήτηση για μαλλινά προϊόντα μειώθηκε δραματικά.
Παράλληλα, με τους γείτονες Καλαρρύτες, το Συρράκο ήταν ένα από τα λίγα χωριά της Ηπείρου που σημείωσε εξέγερση κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Δυστυχώς, αυτή η αντίσταση οδήγησε στην πλήρη καταστροφή του από τους Οθωμανούς.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Συρράκο θα ερημωθεί. Η ύφεση στο εμπόριο και την κτηνοτροφία θα αναγκάσει τους κατοίκους να μετακινηθούν προς τα Γιάννενα και την Πρέβεζα, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Από τα μέσα της δεκαετίας του '80, άρχισε να ξεκινάει μια "αναγέννηση", και σήμερα αποτελεί έναν εναλλακτικό τουριστικό προορισμό. Διατηρεί την αυθεντικότητά του, καθώς δεν έχει υποστεί την υπερβολική ανάπτυξη που θα τον "εξουσιάσει" περιβάλλοντά του με την ανεξέλεγκτη τουριστική ανάπτυξη. Κατά τις γιορτές η ζωή επιστρέφει στα παλιά μονοπάτια, με τα πετρόχτιστα σπιτάκια να ξαναζωντανεύουν και τους ξενώνες να γεμίζουν με χαρά, ενώ τα αυτοκίνητα και τα διάφορα οχήματα παραμένουν εκτός του χωριού.