Μέρος της κουλτούρας των βοσκών αποτελούσε η αρμονική ζωή με τη φύση. Εκτός από τα πουλιά, τον ήχο του νερού, το θρόισμα των φύλλων, ακουγόταν ο ήχος της φλογέρας, του τραγουδιού του τσοπάνου και η αρματωσιά των προβάτων με τα κουδούνια, η οποία παρήγαγε μουσικές αρμονίες. Μια σωστή αρματωσιά είχε διττό ρόλο, από τη μια προσέφερε κύρος στον τσέλιγκα και από την άλλη ξεχώριζε από τον ήχο το κάθε κοπάδι. Τα κουδούνια «κουρδίζονταν» σε διαφορετική τονικότητα ανάλογα με το μέγεθος, το βάρος και το άνοιγμα της οπλής τους. Αποτέλεσμα, μια φυσική μουσική σύνθεση την οποία όριζε η μετακίνηση των ζώων. Σημαντικό για να ορισθεί νοικοκύρης ο τσέλιγκας ήταν η σωστή αρμάτα – δωδεκάδα κουδούνια, με πιο σημαντικά τρία κυπριά «κουρδισμένα» σε τρεις τονικές σκάλες, ψιλή, μεσαία, βαριά, και μια κουδούνα ή μπίμπα, ίση με δυόμισι οκάδες. Αυτά τα έφεραν τράγοι ή κριάρια που όριζαν τον σχηματισμό του κοπαδιού και ξεχώριζε ο καθένας για τη δύναμή του και το χρώμα του. Ο πρώτος ήταν λευκός, μετέφερε τη μεγάλη κουδούνα και υπήρχε εφεδρικό κριάρι λόγω του βάρους της. Ακολουθούσαν: «κέφαλο», μαύρο, «μπάρτζο» και ένα λιαρό. «Τα μισοκούδουνα τα έπαιρναν οι στρεφοπρατίνες, τα χονδροκούδουνα τα κριάρια, τα γαλαροκούδουνα οι νέες προβατίνες 4-6 χρονών, τα λιανοκούδουνα, τις μηλιώρες και τα τσιοκανάκια οι ζυγούρες».