Οι Καλαρρύτες είναι ορεινός οικισμός δυτικά της οροσειράς της Πίνδου και βρίσκεται σε απόσταση 56χλμ. από την πόλη των Ιωαννίνων. Ο οικισμός ήκμασε ιδιαίτερα τον 18ο αιώνα μ.Χ. με το εμπόριο και την ανάπτυξη της χειροτεχνίας (έργα σε ασήμι και χρυσό). Κατά την περίοδο αυτή αρκετοί κάτοικοι των Καλαρρυτών διατηρούσαν εμπορικούς οίκους σε πολλά ευρωπαϊκά κέντρα.
Πληθυσμιακά Στοιχεία
18ος αιώνας:
Στα μέσα του 18ου αιώνα οι Καλαρρύτες απαριθμούσαν 4.500-5.000 κατοίκους και 800 σπίτια, όπως επίσης και πολλά εργαστήρια αργυρο-χρυσοχοϊας και εμπορικά μαγαζιά.
19ος αιώνας:
-Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, σύμφωνα με απογραφή του 1820, οι μόνιμοι κάτοικοι των Καλαρρυτών ανέρχονται στους 3.000, χωρίς να υπολογίζεται το 1/10 περίπου του πληθυσμού του, το οποίο επί μονίμου σχεδόν βάσεως, είναι στο εξωτερικό για δουλειές.
20ος αιώνας:
-Η επίσημη απογραφή του 1991 απαριθμεί συνολικά 156 κατοίκους, αφού έχει ακολουθήσει μεγάλο κύμα αστυφιλίας
21ος αιώνας:
-Ακολουθεί επίσημη απογραφή το 2001 ,όπου καταγράφονται 122, από τους οποίους οι 45 είναι μόνιμοι κάτοικοι.
-Η απόγραφή του 2011 καταγράφει 251 κατοίκους
-Η απογραφή του 2021 καταγράφει 236 κατοίκους
-Σήμερα πλέον, οι μόνιμοι κάτοικοι αποτελούνται από 15 άτομα.
Οικονομικές και Παραγωγικές δραστηριότητες
1. ΑργυροχρυσοχοΪα:
Το επάγγελμα που πραγματικά διέπρεψαν οι Καλαρρυτινοί είναι αυτό του αργυροχρυσοχόου. Οι Γιαννιώτες έμποροι τους προμήθευαν τις πρώτες ύλες σε χρυσό και ασήμι, τις οποίες εισήγαγαν από τη Νάπολη και τη Βενετία. Επεξεργάστηκαν το ασήμι με πρωτοτυπία και δεξιοτεχνία. Στα εργαστήριά τους κατασκευάστηκαν τα πιο περίτεχνα ασημουργικά εκκλησιαστικά και κοσμικά καλλιτεχνήματα του 18ου αιώνα.
Η τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας διδάχτηκε στους Καλαρρυτιώτες τεχνίτες από τον αργυροχρυσοχόο Γεώργιο Σουγδουρή, από τα Ιωάννινα, όταν στις αρχές 17ου αιώνα κατέφυγε οικογενειακώς στο χωριό κατατρεγμένος από του Τούρκους, όπου βρήκε άσυλο και φροντίδα. Μαζί του ήρθε στους Καλαρρύτες και ο αργυροχρυσοχόος Συρβανός και τα παιδιά αυτών, ως αντάλλαγμα για την φιλοξενία, έμαθαν την τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας στους νέους του χωριού τότε. Ανάμεσά τους θα υπάρξει και ο Αθανάσιος Τζημούρης, ο οποίος θα αποτελέσει και έναν από τους σημαντικότερους αργυροχρυσοχόους του χωριού. Χρωστάει την υστεροφημία του κυρίως στα εκκλησιαστικά του δημιουργήματα (αργυρόγλυπτα καλύμματα των Ευαγγελίων).
2. Εμπόριο:
Οι Καλαρρυτινοί δραστηριοποιήθηκαν στον τομέα του εμπορίου και των συναλλαγών, όχι μόνο στο εσωτερικό της Ελλάδος, αλλά και στο εξωτερικό. Η ενασχόλησή τους με το εμπόριο τούς έφερε σε παραλιακά κέντρα της Ευρώπης, όπως Τεργέστη, Αγκώνα, Λιβόρνο, Νάπολη, Οδησσό, Μασσαλία κλπ. Με την ανάπτυξη εμπορικών οίκων απέκτησαν μεγάλο πλούτο, με αποτέλεσμα κυρίως τον 18ο αιώνα ο τόπος να αναγνωρίζει τη μέγιστη οικονομική και κοινωνική ευμάρεια. Από τις πιο γνωστές περιπτώσεις εμπόρων είναι η οικογένεια Βούλγαρη, γνωστή σε όλους σήμερα ως Bulgari, η οποία το 1874 έφυγε για τη Ρώμη, όπου άνοιξε αργυροχρυσοχοείο. Η επιχείρηση του Bulgari προόδευσε και στα εργαστήριά τους μαθήτευσαν πολλοί αργυροχόοι.
3. Κτηνοτροφία:
Το κύριο επάγγελμα του πληθυσμού στους ορεινούς όγκους των Τζουμέρκων ήταν και είναι αυτό του κτηνοτρόφου. Οι Καλαρρύτες, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, είναι ιδεώδης περιοχή για νομαδική κτηνοτροφία. Οι κτηνοτρόφοι μετακινούνται κάθε χρόνο από τους απέραντους ορεινούς θερινούς βοσκότοπους, στα χειμαδιά. Η κτηνοτροφία ήταν πολύ αναπτυγμένη χάρη στα Καλαρρυτιώτικα πρόβατα ράτσας 'μπούτσικο', που υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Εκείνη την εποχή έφταναν τα 45.000 πρόβατα, που το χειμώνα μεταφέρονταν στα παραθαλάσσια μέρη Θεσσαλίας και Θεσπρωτίας.
4. Εριουργία:
Οι Καλαρρυτινοί επιδίδονται στην επεξεργασία των πρώτων υλών που προέρχονται από την κτηνοτροφία και ασχολούνται με την εριουργία, η οποία με τον καιρό αναπτύσσεται σε σημαντική βιοτεχνική παραγωγή μάλλινων ειδών. Μεταξύ αυτών είναι και το μάλλινο ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται οι γνωστές κάπες, ποιμενικές και ναυτικές, οι οποίες αποτελούν ένα εμπορικό είδος που γίνεται ευρύτατα εξαγώγιμο, όταν ανοίγει η αγορά για τους ναυτικούς, και χρησιμοποιούνται σε όλη τη Μεσόγειο (Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Τουρκία, Γαλλία).Επιπλέον, Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό όλα τα υφάσματα με ποικιλία χρωμάτων, που έβαφαν μόνες τους βουτώντας τα νήματα σε φυτικές βαφές από ποικιλίες ντόπιων φυτών. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί από οικιακή κυρίως τέχνη σε βιοτεχνία και το χωριό να γίνει κέντρο παραγωγής μάλλινων ειδών ρουχισμού, υφασμάτων και ταπήτων (φλοκάτες).
5. Αγωγιάτες: