Καλαρρύτες (Τμήμα Ε)

Συμπεράσματα

Το χωριό των Καλαρρυτών βρίσκεται στα Τζουμέρκα, σε υψόμετρο 1.200 μέτρων μέσα στη χαράδρα του Καλαρρύτικου ποταμού. Εκεί αναπτύσσεται οργανικά ο οικισμός σε άμεση συνομιλία με το φυσικό του περιβάλλον, έντονο ανάγλυφο εδάφους και με μέγιστη υψομετρική διαφορά των 200 μ., με τα κτήρια να διατάσσονται αμφιθεατρικά, ενώ χαρακτηριστική είναι και η χρήση της πέτρας που συναντάται σε αφθονία στην περιοχή. Στο σύνολο του ο οικισμός επιτυγχάνει την αρμονική ένταξη στο πράσινο και πυκνό φυσικό τοπίο. Εντυπωσιακή είναι, επίσης,  η διαχείριση του νερού εντός του οικισμού με την χάραξη υδάτινων οδών και συστημάτων που εξυπηρετούν την απρόσκοπτη ροή των υδάτων που κατέρχονται από τα ορεινά.

 

Ιστορικά, οι Καλαρρύτες βρέθηκαν στο απόγειο της αίγλης τους από τον 18ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου, με την κτηνοτροφία και το εμπόριο να ανθίζουν και τον πληθυσμό να αυξάνεται σημαντικά. Η αρχή του τέλους της ανόδου επήλθε μετά την καταστροφική πυρκαγιά της επανάστασης του 1821, από την οποία διασώθηκαν μόλις 4 κτίσματα. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο οικισμός δέχεται βομβαρδισμούς και ήδη από τις δεκαετίες του ‘50, ΄60 έχει ήδη αρχίζει να φαίνεται η ερήμωση του τόπου. Σήμερα, οι λιγοστοί  κάτοικοι που έχουν απομείνει ασχολούνται κυρίως με τον τουρισμό, ενώ ελάχιστοι είναι αυτοί που η κύρια ασχολία τους είναι η κτηνοτροφία παρά την εκτεταμένη ύπαρξη βοσκοτόπων. Από το 1975 οι Καλαρρύτες ανακηρύχθηκαν διατηρητέος οικισμός και εντάχθηκαν στο δίκτυο Natura, χαρακτηρισμός που αποδίδεται λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής και ιστορικής τους αξίας.

 

Στον οικισμό παρατηρούνται μικρές αλλαγές από το 1945 μέχρι και σήμερα, με την μεγαλύτερη μεταβολή που σημειώνεται, να είναι η δημιουργία του οδικού δικτύου. Από την επιτόπια μελέτη μας διαχωρίζουμε τους Καλαρρύτες σε 9 οικιστικές ενότητες, βάσει τοποσήμων που μπορούμε να θεωρήσουμε σημεία αναφοράς. Ο οικισμός χαρακτηρίζεται ως παραδοσιακό σύνολο με αμιγή κατοικίας και ιδιαίτερα σημεία εμπορικού, πολιτιστικού και θρησκευτικού ενδιαφέροντος, γύρω από την κεντρική πλατεία. Στο σύνολο του, δεν παρουσιάζει ομοιομορφία ως προς την πυκνότητα και την σύνθεση των κτισμάτων. Συναντώνται τόσο περιοχές υψηλής πυκνότητας με συνεχές σύστημα δόμησης, όσο και περιοχές όπου μεταξύ των κτισμάτων παρεμβάλλονται αυλές ή ακόμη και μεγάλες αδόμητες εκτάσεις δημιουργώντας αραιότερες ενότητες. Η διάταξη των κτισμάτων γίνεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων με την κύρια όψη τους να αναπτύσσεται παράλληλα στις υψομετρικές καμπύλες, ενώ τα μέτωπα εφάπτονται στο όριο του δρόμου. Η εξάρτηση αυτή από την μορφολογία του εδάφους καθορίζει και τον προσανατολισμό των κτισμάτων που είναι κυρίως νοτιοδυτικός. Χαρακτηριστική είναι η επικράτηση των λίθινων μαντρότοιχων στο σύνολο της έκτασης του οικισμού, που περιβάλλουν τις κατοικίες και σχηματίζουν ιδιωτικές αυλές, που μας οδηγεί στην αναγνώριση μιας εσωστρεφούς αρχιτεκτονικής, με άμεση ,ωστόσο, σχέση μεταξύ δημόσιου δρόμου και ιδιοκτησίας. Ο οικισμός μπορεί να προσεγγιστεί μέσω 3 εισόδων, ενώ αυτοκίνητα έχουν πρόσβαση μέχρι και τις εισόδους του οικισμού μέσω των περιφερειακών οδών, γεγονός που βοήθησε στη διαφύλαξη του από αλλοιώσεις. Από αυτά τα σημεία και μετά, οι δρόμοι γίνονται λίθινα μονοπάτια και η πορεία συνεχίζεται μόνο με τα πόδια. Τα μονοπάτια αυτά, είναι δαιδαλώδη, με αυξομειώσεις του πλάτους τους και ορίζονται με βάση την φυσική κλίση του εδάφους. 

 

Τα κτίρια του οικισμού είναι λίθινα, λόγω της αφθονίας του υλικού στην περιοχή, με ξύλινες δίριχτες, τρίριχτες και τετράριχτες στέγες και τελική επικάλυψη σχιστόπλακες. Γενικώς, είναι χαμηλού ύψους με τα περισσότερα να φτάνουν μέχρι τα δύο πατώματα και κατ’ εξαίρεση τα τρία, ενώ οι μορφές τους είναι απλές ορθοκανονικές, τετράγωνης, ορθογώνιας κάτοψης, ή και σχήματος Γ. Η διάφορες παραλλαγές αυτών των απλών τύπων και η χωροθέτηση τους στο φυσικό ανάγλυφο δημιουργούν συνθήκες πολυπλοκότητας και ομοιομορφίας. Η γενική αίσθηση που αποπνέει ο οικισμός είναι αυτή ενός τόπου ζωντανού και καλοδιατηρημένου παρά τον τεράστιο βαθμό ερείπωσης που υφίσταται κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Καινούργιες κατασκευές και αλλοιώσεις υφιστάμενων παρατηρούνται στις περιοχές κοντά στο οδικό δίκτυο. Ακριβώς λόγω της ευκολότερης πρόσβασης με αυτοκίνητο σε αυτά τα σημεία, εντονότερη είναι και η χρήση σύγχρονων οικοδομικών υλικών. Αντίστοιχα, τα κοντινότερα στο κεντρικό τμήμα του οικισμού κτίρια παρουσιάζουν ηπιότερες επεμβάσεις, διατηρώντας τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα. 

 

Τελικά, ο χρόνος στους Καλαρρύτες μοιάζει να έχει σταματήσει. Παρά τους λιγοστούς κατοίκους δεν αποτελεί ένα χωριό φάντασμα ή ένα ανέγκιχτο σκηνικό. Το πνεύμα του τόπου αναδεικνύει τον φιλόξενο χαρακτήρα του και ο επισκέπτης γίνεται ένα με αυτό.