Καλαρρύτες (Τμήμα Δ)

Ιστορικά Στοιχεία

Τα αρχαιολογικά ευρύματα μαρτυρούν πως υπήρχαν κάτοικοι στην περιοχή από την εποχή του Χαλκού. Η αρχική θέση του οικισμού φαίνεται πως βρισκόταν στην τοποθεσία "Άβατος", που βρίσκεται βορειοανατολικά των Καλαρρυτών και αποτελείτο από τείχος, πύλη, νεκροταφείο. Πιθανή ονομασία του οικισμού τότε ήταν η Άκανθος.Τον 7ο αιώνα μ.Χ., οι επιδρομές των Σλάβων ερημώνουν τις πεδινές περιοχές στην Κεντρική Ελλάδα και οι κάτοικοι αναζητούν ασφαλέστερες περιοχές σε ορεινές τοποθεσίες. Ο πληθυσμός των Καλαρρυτών αυξάνεται με την εγκατάσταση βλαχόφωνων, οι οποίοι εγκαταλείπουν την περιοχή κατά την τουρκική εισβολή και διαφεύγουν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Οι Καλαρρύτες λειτουργούσαν ως αυτόνομος πυρήνας κατά την Οθωμανική κυριαρχία. Όταν όμως ο Αλή Πασάς κατέλαβε το Σούλι κατήργησε τα δικαιώματα των Βλάχων.

Οι Kαλαρρύτες γνωρίζουν τη μεγαλύτερη πολιτιστική κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη από το μέσα του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Οι κάτοικοι είχαν εξασφαλισμένη ποιότητα ζωής, ανέπτυξαν οικονομικές δραστηριότητες και εμπορικές συναλλαγές που συμβάλουν στην αύξηση που πληθυσμού με την εγκατάσταση βιοτεχνών από άλλες περιοχές. Κύρια ενασχόληση των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία μέσω της οποίας παρήγαγαν και προϊόντα, μεταξύ αυτών τα μάλλινα είδη όπως το ύφασμα από όπου προέρχονται οι γνωστές κάπες. Το εμπόριο του Καλαρρύτικου χοντρού μάλλινου υφάσματος και των καπών, εξαπλώθηκε σε όλη την λεκάνη της Mεσογείου, την Ιταλία την Ισπανία, την Αυστρία, την Οδησσό, τη Μόσχα την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.

Παράλληλα, ορισμένοι κάτοικοι ασχολούνται με τις μεταφορές και ήταν γνωστοί ως Κυρατζήδες ή Αγωγιάτες. Οι Κυρατζήδες ήταν οδηγοί των καραβανιών. Όταν το εμπόριο ατόνησε και αναπτύχθηκαν νέοι οδικοί άξονες οι Αγωγιάτες εργάσθηκαν στην τοπική μεταφορά των κτηνοτρόφων στα βοσκοτόπια, στη μεταφορά ανθρώπων, στο τοπικό εμπόριο και στη μεταφορά οικοδομικών υλικών.

Στο τελος του 18ου αιώνα οργανώνεται ένα πολύ καλό εμπορικό δίκτυο για το προϊόντα των καλαρρυτινών εμπόρων στις ευρωπαϊκές αγορές. Στην Ιταλία ανοίγουν πολλοί εμπορικοί οίκοι : ο Γεώργιος Δουρούτης στην Αγκώνα και τη Νάπολη, ο αδελφός του Χρ. Δουρούτης στην Τεργέστη, οι αφοί Σταματάκη, οι αφοί Μπαχώμη και ο Κ. Παράσχος στο Λιβόρνο, οι αφοί Τούρτουρο στη Βενετία, η οικογένεια Σγούρου στο Λιβόρνο και στην Ισπανία, οι αφοί Λάμπρου στη Νάπολη.Οι περισσότεροι έχουν και εμπορικά καταστήματα στα Ιωάννινα.

Τον 18ο αιώνα οι Καλαρρύτες έγιναν ένα μικρό καλλιτεχνικό κέντρο ζωγραφικής εκκλησιών με ιδιαίτερα λαϊκά στοιχεία. Πολλοί γνωστοί αγιογράφοι φιλοτέχνησαν τοίχους και εκκλησίες σε μοναστήρια της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.

Ένα τμήμα του πληθυσμού που δεν έχει κεφάλαιο να ασχοληθεί με το εμπόριο, ασχολείται με την ασημουργία, έτσι οι Καλαρρύτες γίνονται ένα από τα σπουδαία κέντρα κατασκευής προϊόντων αργυροχοΐας. Στα εργαστήρια των Καλαρρυτών φιλοτεχνούνταν εκτός από εκκλησιαστικά αντικείμενα, ταμπακιέρες, καπνοθήκες, γιαταγάνια, καριοφίλια και λάβες μαχαιριών. Κατά τη διάρκεια του 19ou αιώνα η τέχνη του ασημιού απλώνεται σε όλη την Ελλάδα, κυρίως στα Επτάνησα και την Ιταλία αφού πολλοί τεχνητές εγκαθίστανται σε αυτά τα μέρη πριν και μετά το 1821. Οικογένειες αργυροχόων όπως του Τσιμούρη στα Ιωάννινα και στους Καλαρρύτες, Μπάφα στη Ζάκυνθο, Παπαγεωργίου και Παπαμόσχου στην Κέρκυρα, Νέσση (Nessi) και Βούλγαρη (Bulgari) στην Ιταλία είναι μερικές από τις πιο γνωστές ως σήμερα.

Η ευμάρεια προάγει και την πληθυσμιακή πύκνωση του πληθυσμού με την εγκατάσταση βιοτεχνών από άλλες περιοχές. Το 1820 ο πληθυσμός του οικισμού είναι 3000 άτομα.

Οι περιηγητές W. Leak και F. Pouqueville, στις αρχές του 19ου αιώνα, αποτύπωσαν στα περιηγητικά τους κείμενα την ευνομία, τον πολιτισμό, τις ωραίες οικοδομές, την ακμή του εμπορίου, τους μορφωμένους ανθρώπους, που μιλούσαν ξένες γλώσσες και γνώριζαν τις τιμές των χρηματιστηρίων των μεγάλων Ευρωπαϊκών πόλεων, καθώς και την ύπαρξη βιβλιοθηκών με αρχαία συγγράμματα και βιβλία στην Γαλλική και Ιταλική γλώσσα. Ο πρώτος αναφέρει μάλιστα ότι οι Καλαρρύτες διέθεταν για τις ανάγκες των κατοίκων μόνιμο ιατρό.

Το 1821 Οθωμανοί και οι Αλβανοί εκθεμελιώνουν το χωριό, λαφυραγωγούν και πυρπολούν τα πάντα, αλλά συγχρόνως δίνουν και ικανό χρόνο σ’ αυτούς που κατοικούσαν στον οικισμό να φεύγουν. Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του αναφέρει : «και χάλασαν τους Έλληνες και αφανίστηκαν οι δυστυχείς Καλαρρυτιώτες, οπόταν οι πλέον
φυγάδων. Πλούσιοι σ’ εκείνα τα μέρη κι έμειναν διακονιαραίοι. Αφανίστηκαν αυτείνοι και ο τόπος τους ερήμαξε.»

Ο οικισμός έχει ερημώσει με αποτέλεσμα στην απογραφή του 1831 να υπάρχουν μόνο 26 οικογένειες από τις 500 που υπήρχαν το 1821.Τα βοσκοτόπια ήταν η μόνη δραστηριότητα που διατηρήθηκε και που μπορούσε να φέρει τους κατοίκους πίσω.

Από το 1870 και έπειτα διαπιστώνεται οικιστική ανάκαμψη ώς αποτέλεσμα της οικονομικής ανόδου αλλά και της εξοικονόμησης χρημάτων στους τόπους μετανάστευσης. Αρκετοί Καλλαρυτινοί επιστρέφουν και ανοικοδομούν τα παλιά τους σπίτια. Στην απογραφή του 1881 τα άτομα του οικισμού είναι 1843.

Το 1940-41 οι κατακτητές πυρπολούν σπίτια και την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Στο εμφύλιο πόλεμο επίσης οι Καλαρρύτες συμμετέχουν ενεργά ο πληθυσμός τους όμως αυξάνεται λόγω τον κατοίκων που μετακομίζουν εκεί από τα αστικά κέντρα για να αποφύγουν τις συνέπειες του πολέμου.

Το δεύτερο κύμα μετανάστευσης συμβαίνει το 1950-1960 λόγω των ελάχιστων οικονομικών πόρων στην περιοχή. Το σχολείο κλείνει οριστικά το 1981.

Το 1975 η κοινότητα χαρακτηρίζεται ως διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός λόγω της αρχιτεκτονικής του.

Τα τελευταία χρόνια ο οικισμός έχει γνωρίσει τουριστική ανάπτυξη λόγω των φυσικών, κοινωνικών και πολιτιστικών του χαρακτηριστικών.  

Βιβλιογραφία

Μαρτυρίες κατοίκων

https://www.traveltzoumerka.gr/tzoumerka-xorio-kalarrites-7

http://kalarrytes.gr/history.htm

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%AE_%CE%A0%CE%B1%CF%83%CE%AC%CF%82