Ο οικισμός των Καλαρρυτών είναι ένας πανέμορφος οικισμός των Τζουμέρκων. Τόσο τα εντυπωσιακά τοπία όσο και ο αρχιτεκτονικός και πολιτισμικός πλούτος τους, τους καθιστούν σε μια από τις ομορφότερες τοποθεσίες όπου έχουμε βρεθεί.
Στην κορυφή της οροσειράς της Πίνδου, βρίσκονται στα Τζουμέρκα του Νομού Ιωαννίνων και συνορεύουν με τους νομούς Άρτας και Τρικάλων. Ο οικισμός έχει μακρά ιστορία, με κατοίκηση από την Εποχή του Χαλκού και σημαντική ανάπτυξη τον 18ο και 19ο αιώνα, όταν οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, την ασημουργία, το εμπόριο και τη ζωγραφική-αγιογραφία.
Το 1821, οι Οθωμανοί κατέστρεψαν τον οικισμό, αλλά από το 1870 άρχισε η ανάκαμψη. Ο πληθυσμός αυξήθηκε και πάλι μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά η δεκαετία του 1950-1960 έφερε ένα δεύτερο κύμα μετανάστευσης. Το 1975, οι Καλαρρύτες χαρακτηρίστηκαν ως διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός.
Σήμερα, οι Καλαρρύτες γνωρίζουν τουριστική ανάπτυξη, με τους κατοίκους να ασχολούνται με την παροχή τουριστικών υπηρεσιών και την κτηνοτροφία σε μικρότερο βαθμό. Ο οικισμός αποτελεί σημαντικό πολιτιστικό και ιστορικό κέντρο, διατηρώντας τον παραδοσιακό του χαρακτήρα και προσφέροντας μια αυθεντική εμπειρία στους επισκέπτες.
Οι Καλαρρύτες, χτισμένοι σε υψόμετρο 1.200 μέτρων στην οροσειρά της Πίνδου, παρουσιάζουν ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που αντικατοπτρίζουν την πλούσια ιστορία και τις πολιτιστικές επιρροές του οικισμού. Η δομή και η ανάπτυξη του οικισμού διαμορφώθηκαν από γεωγραφικούς, οικονομικούς και ιστορικούς παράγοντες.
Τα κτίρια στους Καλαρρύτες είναι κατά κύριο λόγο κατασκευασμένα από την τοπική πέτρα της Πίνδου, η οποία είναι ανθεκτική στις δύσκολες καιρικές συνθήκες της περιοχής. Η χρήση της πέτρας εξασφαλίζει την αντοχή και τη θερμομόνωση των κτιρίων. Τα σπίτια ακολουθούν την παραδοσιακή ηπειρωτική αρχιτεκτονική, με κεραμοσκεπές, μικρά παράθυρα και ξύλινα μπαλκόνια, ενώ οι στέγες είναι επικλινείς για να αποτρέπουν τη συσσώρευση χιονιού. Ο οικισμός χαρακτηρίζεται από στενά, λιθόστρωτα δρομάκια και καλντερίμια, που εξυπηρετούν τόσο την κυκλοφορία όσο και την απορροή των βρόχινων νερών. Αυτές οι διαδρομές συνδέουν τα διάφορα κτίρια και πλατείες του χωριού. Οι Καλαρρύτες διαθέτουν κεντρικές πλατείες που λειτουργούν ως σημεία συνάντησης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης, φιλοξενώντας σημαντικά δημόσια κτίρια, όπως εκκλησίες και καταστήματα.
Οι Καλαρρύτες γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη από τον 18ο έως τον 19ο αιώνα, με αύξηση του πληθυσμού και άνθηση του εμπορίου και των βιοτεχνιών. Η οικονομική ευημερία της εποχής οδήγησε στην ανέγερση πολυάριθμων πέτρινων κτιρίων και τη διαμόρφωση ενός καλά οργανωμένου οικισμού. Η καταστροφή του χωριού από τους Οθωμανούς το 1821 οδήγησε σε ερήμωση. Ωστόσο, από το 1870 και μετά, πολλοί κάτοικοι επέστρεψαν και ανοικοδόμησαν τα σπίτια τους, διατηρώντας τον παραδοσιακό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα. Κατά τον 20ό αιώνα, ειδικά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο, σημειώθηκε νέα ανασυγκρότηση του οικισμού, παρά το κύμα μετανάστευσης της δεκαετίας του 1950-1960.
Τα τελευταία χρόνια, οι Καλαρρύτες αναπτύσσονται τουριστικά, με την αποκατάσταση πολλών παραδοσιακών κτιρίων και τη μετατροπή τους σε ξενώνες και εστιατόρια. Η τουριστική υποδομή αναπτύσσεται με σεβασμό στον παραδοσιακό χαρακτήρα του χωριού. Το 1975, οι Καλαρρύτες χαρακτηρίστηκαν ως διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός, γεγονός που συνέβαλε στη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης.
Η οικιστική ανάπτυξη των Καλαρρυτών αντικατοπτρίζει την προσπάθεια διατήρησης της ιστορικής και πολιτιστικής ταυτότητας του οικισμού, ενώ παράλληλα προσαρμόζεται στις σύγχρονες ανάγκες και ευκαιρίες για τουριστική ανάπτυξη.