Δεδομένης της μικρής εμβέλειας του οικισμού θα πρέπει να να αναζητήσουμε την πορεία του στο χρόνο από την ιστορική εξέλιξη της Κισσάμου συνολικά. Συνοπτικά παρουσιάζονται οι ιστορικές φάσεις και τα διοικητικά συστήμα της Κρήτης με αναφορά στην Κίσσαμο:
1)Προϊστορική περίοδος: δεν μπορεί να γίνει λόγος για διοικητική διαίρεση, η Κρήτη δεν ήταν ενωμένη ούτε οικονομικά ούτε διοικητικά. κάθε πολή αποτελούσε και μια ξεχωριστή επικράτεια. Η αυτοτέλεια των κρητικών πόλεων αναπτύχθηκε τη δωρική περίοδο και αυτό το σύστημα διατηρήθηκε μέχρι και τη ρωμαική περίοδο παρότι την πραγματική εξουσία την ασκούσαν οι Ρωμαίοι. Η δυτική Κρήτη παρουσιάζει πρωταρχική θέση και σημαντική εποικιστική δραστηριότητα. Στην περιοχή αναφέρονται από αρχαίους συγγραφείς περισσότερες από 40 αρχαίες πόλεις ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται, και οι ακόλουθες που γεωγραφικά ανήκουν στην περιοχή Κισσάμου: Ιναχώριον, Φαλάσαρνα, Κίσσαμος, Μήθυμνα, Πολυρήνια, Ρόκκα
2)Πρώτη βυζαντινή περίοδος: η Κρήτη αποτελούσε θέμα (Τα θέματα ήταν αρχικά στρατιωτικές μονάδες, μετακινούμενες ανά την επικράτεια. Όταν οι μονάδες αυτές απέκτησαν μόνιμη εγκατάσταση, θέματα ονομάστηκαν οι περιοχές εγκατάστασής τους, οι οποίες εξελίχθηκαν σε διοικητικές περιφέρειες. Την ανώτατη πολιτική εξουσία του θέματος ασκούσε ο στρατηγός.)
3)Δεύτερη βυζαντινή περίοδος: η Κρήτη είναι και πάλι θέμα με έδρα το Χάντακα. Ο ανώτερος διοικητής του θέματος ήταν ο δούκας, τίτλος ο οποίος διατηρήθηκε και την περίοδο της ενετοκρατίας. Μεταγενέστερα την ανώτατη εξουσία συγκέντρωνεi ο Γενικός Προβλεπτής (provveditoregenerale). Το θέμα έχει μικρότερες διοικητικές μονάδες τις τούρμες, συνήθως ένα θέμα αποτελείται από τρεις τούρμες. Αναφορές υπάρχουν για την τούρμα της Κισσάμου
4)Ενετοκρατία: Οι Βενετοί εγκαθίστανται στην Κρήτη το 1211 και πρώτη τους μέριμνα είναι η διοικητική οργάνωση της νέας κτήσης κατά τα πρότυπα της μητρόπολης Βενετίας, η οποία διαιρούνταν σε 6 συνοικίες, τα σεξτέρια (sestieri). Το «Βασίλειο της Κρήτης» διαιρείται αρχικά σε έξι σεξτέρια τα οποία παίρνουν το όνομα των αντίστοιχων ενετικών συνοικιών. Η τούρμα Κίσαμος υπάγεται στο sestieri Dorsoduro μαζί με της τούρμες Κουφός και Αρνά. Η διοικητική αυτή διαίρεση διατηρείται μέχρι το 14ο αιώνα και κατόπιν η Κρήτη οργανώνεται σε τέσσερα μεγαλύτερα – τεριτόρια (territoria). Ένα από τα τεριτόρια είναι και η δίοικηση των Χανιών, η οποία περιλαμβάνει 4 Καστελιανές, μεταξύ των οποίων και την Καστελιανή Κισάμου με έδρα το Καστέλι Κισάμου.Οι Ενετοί κατακτητές εξουσίασαν στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος για 450 χρόνια.
Τουρκοκρατία:Αρκετές ανεπιτυχείς επιδρομές κατά του νησιού είχαν επιχειρήσει οι Τούρκοι κατά τα τελευταία χρόνια της ενετοκρατίας, με σημαντικότερη εκείνη του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (1538).Το 1645 οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στην Κρήτη, μέσα σε δύο χρόνια κατέλαβαν σχεδόν όλα τα οχυρά και στη συνέχεια άρχισαν την πολιορκία του Χάνδακα, που κράτησε 21 χρόνια (1669). Η πρώτη τουρκική απογραφή γίνεται το 1671, στην οποία δεν συμπεριλαμβάνεται η δυτική κρήτη. Υπάρχουν τρεις διοικητικές περιφέρειες (Χάντακα, Ρεθύμνου, Χανίων). Καθε διοικητική περιφέρεια είχε αυτοτελή και ανεξάρτητη εξουσία (πασά) αλλά ο σερασκέρης του Χάντακα ήταν ανώτερος στρατιωτικός διοικητής (Ψιλάκης 1292)
Τη δεύτερη φάση της Τουρκοκρατίας διαδέχεται μια περίοδος αναταραχών με αιματηρές εξεγέρσεις του κρητικού λαού και με αποκορύφωμα την επανάσταση του 1895-96. Παράλληλα το 1867 με τη ψήφιση του Οργανικού Νόμου η Κρήτη διαχωρίζεται σε 5 διοικητικές περιφέρειες: Ηρακλείου, Χανίων, Λασιθίου, Σφακιών, Ρεθύμνου. Τροποποιήσεις σε αυτη τη διαίρεση γίνονται με την απογραφή της Κρητικής Πολιτείας το 1900, δεν υπάρχουν αλλαγές στην διοικητική ενότητα των Χανίων. Με τη Σύμβαση της Χαλέπας, (ή και Χάρτης της Χαλέπας), μία ιστορική συμφωνία μεταξύ της Οθωμανικής κυβέρνησης και της Επαναστατικής Συνέλευσης των Κρητών που συνομολογήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1978 και άνοιξε το δρόμο για τη σχετική αυτονομία των Κρήτων και την προσάρτηση με το ελληνικό κράτος το 1913. Μια χρονιά αργότερα θα δημιουργηθούν οι πρώτοι 86 δήμοι της Κρήτης. Οι πρώτοι έξι δήμους στους οποίους διαιρούνταν τότε η επαρχία Κισάμου είναι: Δήμος Σπηλιάς, Δήμος Βουκολιών (Δρομόνερου), Δήμος Πανεθύμου, Δήμος Καστελλίου, Δήμος Μεσογείων, Δήμος των Εννέα Χωρίων.
Εμβληματική φέρεται να είναι η μορφή του Ε. Βενιζέλου, ο οποίος μάλιστα είχε καταγωγή από τις Μουρνιές Χανίων και ειχε διατελέσει πρωθυπουργός της Κρητικής πολιτείας. Έπαιξε κεντροβαρικό ρόλο στα γεγονότα της απελευθέρωσης με αποκορύφωμα την επανάσταση του Θερίσου. Το εκσυγχρονιστικό όραμα του Βενιζέλου εκφράζεται στην αγροτική μεταρρύθμιση και στα δημόσια έργα. Τη διετία 1913-1914 κατοχυρώνονται τα πρώτα δημόσια έργα στην περιοχή του Κισσάμου μεταξύ των οποίων η διάνοιξη οδικού δικτύου και τμήμα Φάραγγος Τοπολίων – Έλους, οδός Πανεθύμου, τμήμα Δρακώνος – Κανδάνου. Αυτή την περίοδο κατασκευάζονται και τα πρώτα σχολεία και νοσοκομεία.
Όπως είδαμε, ορισμένοι από τους οικισμούς της δυτικής Κρήτης, είναι βέβαιο ότι υπήρχαν κατά τη βυζαντινή περίοδο γιατί συναντώνται είτε στα έγγραφα για τα 12 Αρχοντόπουλα και στο χρυσόβουλο του Αλεξίου Β’ Κομνηνού, είτε στο Δίπλωμα των Σκορδίλιδων , είτε στην Διαθήκη και το βίο του Αγ. Ιωάννου του Ξένου , είτε συμπεραίνεται από την ετυμολογίας των τοπωνυμιών ότι πρόκειται για εγκαταστάσεις Σλάβων, Βουλγάρων ή Αρμενίων στρατιωτών του Νικηφόρου Φωκά. Οι βενετσιάνικες πηγές του 13ου αιώνα, σπανίζουν για την Δυτική Κρήτη. Γι αυτό σημαντική βοήθεια προσφέρουν οι απογραφές του F. Barozzi του 1577, του Π. Καστροφύλακα του 1583 και του F. Basilicata του 1630. Βέβαια οι εποχές στις οποίες αυτές αναφέρονται απέχουν σημαντικά απ’ τον 12ο αιώνα. Αν όμως ληφθεί υπ’ όψιν η συνέχεια που χαρακτηρίζει τα κρητικά τοπωνύμια, όπως προαναφέρθηκε, τότε υπάρχουν αρκετές πιθανότητες η αρχή τους να βρίσκεται ακόμα και πολύ πιο πίσω από τον 12ο αιώνα, τουλάχιστον για ένα τμήμα από αυτά.
Όταν το 13ο αιώνα η Κρήτη παραχωρήθηκε στους Ενετούς, οι νέοι άρχοντες εξουσίασαν στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος για 450 χρόνια και ήταν ιδιαιτέρως σκληροί. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλές φορές ολόκληρα χωριά – μαζί με τους κατοίκους τους – παραχωρούνταν στους άρχοντες - κυρίως στους πρώτους Βενετούς άποικους του νησιού. Το 13ο αιώνα μόνο υπολογίζεται ότι εγκαταστάθηκαν στην Kρήτη 10.000 Βενετοί έποικοι.
Ο Μάκρωνας αναφέρεται στον νοτάριο του Χάνδακα με το όνομα Macrena σε έγγραφο του 1304, στην απογραφή του Barozzi (1577) και του Καστροφύλακα (1583). Πιθανολογούμε, λοιπόν, με βάση τα ιστορικά δεδομένα ότι ο οικισμός προϋπήρχε της ενετικής περιόδου αλλά παραχωρήθηκε σε κάποιον Βενετό ευγενή ως φέουδο και αναπτύχθηκε ως τέτοιο. Ο Μάκρωνας, άλλωστε, γειτνιάζει με δυο οικισμούς οι οποίοι τοποθετούνται στη δεύτερη βυζαντινή περίοδο της Κρήτης: το (τη) Βουλγάρω και το αρμενοχώρι Αρμενοχώρι, τα οποία κατοικήθηκαν αντίστοιχα από Βούλγαρους και Αρμένιους στρατιώτες του Νικηφόρου Φωκά το 961 μ.Χ. Ωστόσο τα ίχνη του δομικού συστήματος της περιοχής και η ύπαρξη μιας ενιαίας ιδιοκτησίας - πυρήνα του οικισμού συνομολογούν την ενετική καταβολή του. Από το βιβλίο «Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική» πληροφορούμαστε ακόμη ότι τα ελαιοτριβεία ήταν σημαντικά βενετσιάνικα κτίσματα της υπαίθρου. Στον οικισμό εντοπίζονται δύο τέτοια κτίρια τα οποία αν και ερειπωμένα σώζουν μέχρι σημερα τις εσωτερικές τους καμάρες. Αξιόλογα κτίσματα της περιόδου είναι ακόμα οι πύργοι των Βενετών φεουδάρχων. Στο Μάκρωνα συναντάμε ένα τέτοιο κτίριο που εμπίπτει στην τυπολογία: διώροφο, τετραγωνόσχημο με παχείς πέτρινους τοίχους.
Οι μεγάλες καταστροφές, οι πόλεμοι, οι επαναστάσεις και η πείνα δεν εμπόδισαν την οικιστική συνέχεια της περιοχής. Οι γραπτές πηγές για τον οικισμό με αναφορά στον 20ο αιώνα είναι περιορισμένες και συνεπώς η εικόνα που έχουμε ρευστή. Εντούτοις, η πλούσια προφορική παράδοση των κατοίκων ομολογεί μια ιδιότυπη συνέχεια του οικισμού στο χρόνο η οποία φαίνεται να διακόπτεται τη δεκαετία του 80': οι. Οι αφηγήσεις των γηραιότερων ζωντανεύουν τη μνήμη της ενιαίας ιδιοκτησίαα που άνηκε στον "τοπικό άρχοντα" και τις διάσπραρτες μικρές ιδιοκτησίες για τους δουλευτές του. Κάποιοι μίλησαν για το φεουδάρχη ή τον αγά ενώ άλλοι για την οικογένεια Μπασιά μια ισχυρή κρητική γενεαλογία με πρωταγωνιστικό ρόλο στους αγώνες για την απελευθέρωση η οποία κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της κατακερματισμένης πλέον περιουσίας του Μάκρωνα.
Η αγροτική μεταρρύθμιση και η διάχυση του κράτους πρόνοιας στις ελληνικές επαρχίες κατά το μεσοπόλεμο ενθάρρυνε τη μικρή οικογενειακή παραγωγή και τη ζωή στην ύπαιθρο. Πράγματι, ο κ. Ψαράκης θυμάται με ενθουσιασμό τους 60 μαθητές που είχε το δημοτικό σχολείο της γειτονικής Βουλγάρω τη δεκαετίας του 60' και το καφενείο του οικισμού απέναντι απο την εκκλησία. Το εχθρικό ωστόσο κλίμα της υπαίθρου τη μετεμφυλιακή περίοδο και οι ραγδαίες διαδικασίες αστικοποίησης στις οποίες έχει περιέλθει το ελληνικό κράτος ωθούν τον αγροτικό πληθυσμό στα αστικά κέντρα και στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις στην τοπική αυτοδίοικηση και η απομάκρυνση βασικών δημόσιων υπηρεσιών από το Καστέλι ωθεί κατοίκους της υπαίθρου στους μεγαλύτερους οικισμούς και τις κωμοπόλεις. Ο κ. Ψαράκης μας μιλάει για πληθυσμιακή συρρίκνωση του οικισμού και για το κλείσιμο του καφενείου του χωριού. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο για την περίοδο εντοπισαμε στα "Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας" του Ν. Καρύδη: πρόκειται για μια αγωνιώδη επιστολή του Γ. Δασκαλάκη από το Μάκρωνα προς τη Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως που ζητά διαμεσολάβηση για να στείλει "πάση θυσία" τους γιούς του στην Αυστραλία ως εργάτες. Η επιστολή χρονολογείται το 1962.
Τη δεκαετία του 80' γίνεται μια προσπάθεια "αποκέντρωσης" από το ελληνικό κράτος. Σε αυτή το πλαίσιο απελευθερώνεται η ισχύουσα νομοθεσία για τις επαρχιακές περιοχές και δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για την οικοδόμηση στην ύπαιθρο. Αυτή την περίοδο φαίνεται να αλλάζει άρδην η μορφή και ο χαρακτήρας του οικισμού: οι ιδιοκτησίες επεκτείνονται σε έκταση και προστίθενται όγκοι καθ'ύψος. Επεμβάσεις γίνονται και στο δημόσιο χώρο με το γκρέμισμα του υδραγωγείου δίπλα από την εκκλησιά και τη δοαμόρφωση του περίβολου της με πεζούλια.
Βιβλιογραφία: