ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΕΣ
Όπως είναι χαρακτηριστικό της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, έτσι και στο Ζυγοβίστι βλέπουμε πως τον στατικό ρόλο στο κτήριο έχει η τοιχοποιία, η οποία όντας φέρουσα κυμαίνεται σε πάχη από 0,7m έως 1m. Παρατηρούμε μείωση του πάχους του τοίχου σε κάθε υψηλότερο όροφο, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τις αντοχές των χαμηλότερων και μειώνοντας το βάρος των υψηλότερων.
Σε όλα τα διατηρηθέντα κτήρια του οικισμού συναντάμε ως υλικό τοιχοποιίας την πέτρα. Οι λίθοι, κατά κύριο λόγο πετρώματα ασβεστολιθικής προέλευσης, φαίνεται να προέρχονται από νταμάρια της περιοχής. Υπόκεινται κατά κύριο λόγο μικρή επεξεργασία για την καλύτερη συναρμογή μεταξύ τους. Εξαιρέσεις εδώ, παρατηρούνται σε μερικά κτήρια, κυρίως δημόσια, όπου έχουμε μεγαλύτερο βαθμό επεξεργασίας της πέτρας, αλλά και σε παλαιότερες, μικρές και πρόχειρες κατασκευές (μαντρότοιχοι, αποθήκες κλπ) όπου η πέτρα είναι εντελώς ανεπεξέργαστη. Σε αρκετές όμως περιπτώσεις παρατηρείται ημιξεστή λιθοδομή στην εσωτερική πλευρά του τοίχου, ώστε να έχουμε λεία επιφάνεια στους τοίχους εντός της οικίας.
Πρόκειται για κατασκευές αργολιθοδομής, με συνδετικό κονίαμα με βάση τον άργιλο στο οποίο οι τεχνίτες φέρονται να προσέθεταν στάχτη και άμμο για καλύτερη πρόσφυση και στατική λειτουργία. Μεταγενέστερη αλλά εξίσου εκτεταμένη είναι η χρήση ασβεστοκονιάματος. Για την κάλυψη των κενών μεταξύ των λίθων χρησιμοποιούνταν μικρές πέτρες (μόλια ή τσιβίκια). Σημαντικό τεχνικό στοιχείο ήταν να επιτυγχάνεται μέσω της διάταξης των λίθων στατική σύνδεση των δύο παρειών του τοίχου.
Καθολική είναι η χρήση ξυλοδεσιών, ξύλινων δοκαριών που τοποθετούνται κατά ζεύγη, και εντοπίζονται παράλληλα στους οριζόντιους αρμούς και κατά κύριο λόγο στο ύψος της ποδιάς και του πρεκιού συνδυαζόμενα έτσι με τη διαμόρφωση των ανοιγμάτων. Χρησιμοποιούνται για την επίτευξη υψηλότερης στατικής αντοχής, κάτι που επιτυγχάνουν συνδέοντας τις δύο παρειές του τοίχου, αλλά και τους εξωτερικούς τοίχους του κτηρίου μεταξύ τους.