Ελληνικό

Ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά στοιχεία

Ο οικισμός του Ελληνικού βρίσκεται στο δήμο της Γορτυνίας , νότια της Στεμνίτσας και βόρεια της Καρύταινας, και είναι χτισμένος πάνω σε τρεις λόφους σε υψόμετρο 720μ. Πιο συγκεκριμένα αναπτύσσεται στους πρόποδες της Κλινίτσας, σε πολυκόρυφο πλάτωμα με κλίσεις ομαλές και θέα στον κάμπο της Μεγαλόπολης. Αποτελείται από τρεις οικισμούς, τα Μπαρμπαλέικα, τα Μεσσιανέικα και τα Κονιαρέικα. Ο πρώτος έχει καθαρά οικιστικό χαρακτήρα και ενώνεται με τους άλλους δύο μέσω ενός εγκάρσιου περάσματος που ακολουθεί τη φυσική υποβάθμιση του εδάφους. Στα Μεσσιανέικα τοποθετείται το ιστορικό και το εμπορικό κέντρο του χωριού.

Ετυμολογικά η πρώτη ονομασία του χωριού αναφέρεται ως Μουλάτσι και προέρχεται απ’ την σλαβική λέξη Μulach που σημαίνει μουλάρι. Στην απογραφή του Βενετού Grimani που έγινε το 1700,το Μουλάτσι φέρεται να έχει 148 κατοίκους. Το έτος 1849 ο αριθμός ανήλθε στους 347 και το 1907 στους 807.Ο αριθμός αυτός είναι και ο μεγαλύτερος στην πληθυσμιακή ζωή του χωριού. Μετά το 1907 ο αριθμός μειώνεται σταδιακά από χρόνο σε χρόνο. Η ονομασία του από "Μουλάτσι" σε “Ελληνικόν” έγινε στις 20/8/1927 από το γνωστό τοπωνύμιο που υπάρχει βόρεια του χωριού και σε μικρή απόσταση απ’ αυτό. Η μετονομασία αυτή αναφερόταν στο ΦΕΚ 179/1927. Σήμερα , 318 είναι οι δηλωμένοι κάτοικοι , από τους οποίους μόνο 80 ζούν μόνιμα στο χωριό.

Στο διάστημα 1461-1463 και σύμφωνα με Οθωμανική απογραφή, πολλά χωριά στην ευρύτερη περιοχή ήταν αμιγώς αλβανικά. Τότε άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα σπίτια, αντικαθιστώντας τις καλύβες. Στους αιώνες 16ο και 17ο υπήρξε υποχώρηση των Αλβανών και ερχομός των Ελλήνων, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του οικισμού Σκουτερέικα που βρισκόταν δυτικά του σημερινού Ελληνικού. Επειδή το χωριό είναι ημιορεινό και το έδαφος βραχώδες, χρησιμοποιούσαν ευρέως μουλάρια στις γεωργικές τους εργασίες με αποτέλεσμα την μετονομασία του οικισμού σε Μουλαροχώρι. Τότε λοιπόν ήταν που οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν και άρχισαν να χτίζουν τα πρώτα στη σημερινή περιοχή, ασβεστόκτιστα σπίτια. Μεταξύ 18ου και 19ου αι. υπήρχαν άνω των δέκα ασβεστόκτιστων σπιτιών και πολυάνθρωπη κίνηση λόγω του μύλου του Πασκέβου.

Στους νεώτερους χρόνους, μεγάλος πληθυσμός του χωριού μετανάστευσε στις αρχές του 20ου αιώνα στο εξωτερικό και κυρίως στις Η.Π.Α. και αργότερα στην Αυστραλία, όπου υπάρχουν μεγάλες κοινότητες πατριωτών καταγομένων από το Ελληνικό.

Στην δεκαετία του 1960 υπήρξε μεγάλη εσωτερική μετανάστευση προς τα αστικά κέντρα, πράγμα που συντέλεσε στην πληθυσμιακή αποδυνάμωση του χωριού. Από τα μέσα της δεκαετίας του 90 το χωριό εντάχθηκε στο δήμο Τρικολώνων και παρουσιάζει νέα φάση ανάπτυξης που στηρίζεται στην τουριστική του αξιοποίηση βοηθούμενο τόσο από το δήμο όσο και από τους τοπικούς συλλόγους.
Σήμερα, η κεντρική πλατεία της Αγίας Τριάδος φιλοξενεί τα μαγαζιά και τα καφενεία του χωριού. Εδώ βρίσκεται και το μεγαλοπρεπές διώροφο διδακτήριο του άλλοτε 3θέσιου δημοτικού σχολείου που σήμερα δεν λειτουργεί. Στην είσοδο του χωριού, από την Μεγαλόπολη βρίσκεται ένα ακόμη μεγαλόπρεπο διδακτήριο, η Μαυράκειος Επαγγελματική Σχολή. Ιδρυτής και δωρητής ο Ιωάννης Μαυράκος, κάτοικος Η.Π.Α. Το διδακτήριο θεμελιώθηκε το 1965 και σήμερα λειτουργεί ως επαγγελματική σχολή της ΔΕΗ. Οι ναοί του χωριού ανέρχονται στους εννέα. Εντός του οικισμού είναι οι ναοί: Προφήτης Ηλίας που είναι καθεδρικός ναός, Τιμίου Προδρόμου και Άγιος Δημήτριος.