Οι τοιχοποιίες των κτισμάτων από λιθοδομή ήταν κατασκευασμένες είτε με ακανόνιστο είτε με ισόδομο σύστημα. Το πλάτος τους ήταν 90-100 εκ. στη βάση των κτισμάτων και 50-70 εκ. στην κορυφή τους. Στις παλαιότερες κατασκευές χρησιμοποιούσαν ξυλοδεσιές, 10 εκ. μέσα από τις δύο παρειές της λιθοδομής οι οποίες συνδέονταν μεταξύ τους κατά διαστήματα τους ενός μέτρου με άλλα κάθετα σε αυτές ξύλα τους ‘ λύκους’ ή κλάπες. Με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζαν τη καλύτερη συμπεριφορά της τοιχοποιίας στην κατανομή των φορτίων ή σε ένα επερχόμενο σεισμό γιατί η λιθοδομή συμπεριφέρεται θαυμάσια σε θλιπτικές δυνάμεις ενώ η ξυλοδεσιά ανταποκρίνεται αντίστοιχα καλά στις θλιπτικές καταπονήσεις.
Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν στις γωνίες της οικοδομής όπου λαξεύονταν τα αγκωνάρια στα πρέκια και στις ποδιές των θυρών και παραθύρων ,στους λαμπάδες και στα ανακουφιστικά τόξα.
Εκτός από τις ξύλινες ενισχύσεις χρησιμοποιούνται και μεταλλικά εξαρτήματα για το αγκύρωμα της κάσας πάνω στο θύρωμα και μεταλλικούς ελκυστήρες στις γωνίες της λιθοδομής αγκυρώνοντας με αυτό τον τρόπο τα ξύλινα πατώματα.
Όταν αργότερα τα κονιάματα έγιναν πιο ισχυρά οι ξυλοδεσιές παραλείπονταν ή αν χρησιμοποιούνταν έμπαιναν πιο βαθιά στη λιθοδομή και κρύβονταν επιμελώς με πέτρες.
Κυριότερο παράγοντα φθοράς της λιθοδομής αποτελεί η υγρασία. Η υγρασία η οποία εισέρχεται απο ρωγμές του κελύφους ή από φθορές στην στέγη προσβάλλει το ξύλο (με μύκητες, έντομα κ.τ.λ.) καταστρέφοντας τις ξυλοδεσίες με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ασυνέχειες στο εσωτερικό της λιθιδομής. Τα πιο ευπαθή σημεία (άξονες ανοιγμάτων, γωνίες, τζάκια) είναι αυτά που πλήττονται πρώτα. Ανασταλτικός παράγοντας ειναι επίσης και ο χρόνος αφου το ξύλο χρειάζεται συντήρηση και υποκείται σε συνεχείς παραμορφώσεις από τα φορτία (κάμψη). Οι μετέπειτα επέμβασεις και προσθήκες απότελουν επίσης ανασταλτικό παράγοντα (ασυμβατότητα των υλικών, επεμβάσεις στις ξυλοδεσίες κτλ) που γίνονταν χωρίς τεχνογνωσία τις περισσότερες φορές.