Καθώς ο επισκέπτης περιδιαβαίνει τον οικισμό, τον βιώνει με όλες του τις αισθήσεις. Εάν αφήσουμε κατά μέρος την ίσως πιο … διάσημη από αυτές, αυτήν της οράσεως, ή πιο σωστά την εμπλουτίσουμε με αυτές της όσφρησης, της ακοής, της αφής, ή ακόμη και τη δύναμη της φαντασίας, η Δροσοπηγή αλλάζει δια μιας για τον περιηγητή πολλά πρόσωπα.
Στις παρυφές του οικισμού, οι ορεινές πλαγιές με τα φθινοπωρινά χρώματα και οι τοίχοι των γραφικών λιθόκτιστων κατοικιών του οικισμού μεταμορφώνονται κάτω από την πνοή μιας παγωμένης ριπής ανέμου, που κάνει ένα παλιό παράθυρο ερειπωμένου σπιτιού να τρίζει... Κι εκείνο το τρίξιμο που σπάει τη σιωπή, σε συνδυασμό με την οσμή των νωπών βρύων στους τοίχους, κάνει το γραφικό χωριουδάκι να μετατρέπεται έξαφνα σε αφιλόξενο χωριό – φάντασμα. Ποιος να κατοικούσε άραγε σε αυτά τα σπίτια; Κάποια φαίνονται μεγάλα, ίσως και πλουσιόσπιτα. Η κεντημένη κουρτίνα στο παράθυρο είναι ρημαγμένη από τον αέρα και το πέρασμα του χρόνου, όμως η αλλοτινή κυρία του σπιτιού θα την είχε φτιάξει με πολύ μεράκι. Οι αυλόπορτες που τώρα γερνούν σιωπηλά υπό το βάρος του λουκέτου που τους κρέμασε ο ιδιοκτήτης, άλλοτε θα περίμεναν ορθάνοιχτες τους επισκέπτες κάποια Κυριακή του Πάσχα… ή το δίχως άλλο κάποιος νεαρός ερωτευμένος με την κόρη του σπιτιού θα περίμενε πίσω από το βαρύ αυτό φράγμα, που προστάτευε το σπίτι από τα αδιάκριτα βλέμματα, ώσπου να του ανοίξει η μητέρα της… Μια παγωμένη σιωπή διαπερνά τώρα τα πάντα, και ένα θρόισμα του αέρα που κάνει ένα παραθυρόφυλλο ή μια πόρτα να τρίζουν φέρνει στο νου την περασμένη ζωή του οικισμού.
Καθώς ωστόσο ο επισκέπτης κατηφορίζει προς το κέντρο του οικισμού, το συναισθηματικό τοπίο μοιάζει να μεταβάλλεται σταδιακά. Τα σπίτια αποβάλλουν τον χαρακτήρα της εγκατάλειψης – ναι, κάποιος μένει εδώ, έχει φως στο παράθυρο και η καμινάδα καπνίζει! Και τι όμορφη μυρωδιά! Κάποιος μαγειρεύει κάτι νόστιμο. Ο διαβάτης νοιώθει πλέον πιο οικεία. Ακόμα και ο παγωμένος αέρας φαίνεται να γλυκαίνει, καθώς αποκόπτεται μερικώς από τις βουνοπλαγιές και τα υψηλότερα τμήματα του οικισμού, τα οποία αφήσαμε πίσω μας. Τα κτήρια εδώ έχουν συχνά επεμβάσεις στον παραδοσιακό τους χαρακτήρα, άλλοτε ήπιες και άλλοτε εξ’ ολοκλήρου ανατρεπτικές. Παρ ’όλα αυτά, εδώ υπάρχει ακόμα ζωή. Φτάνοντας στην πλατεία του χωριού, το καφενείο με τα φωτισμένα μικρά παράθυρα προσκαλεί τον δίχως άλλο ξεπαγιασμένο περιηγητή να ξαποστάσει πίνοντας ένα ζεστό τσάι του βουνού, ενώ ο ήχος του νερού από την πηγή αποτελεί μόνιμο φόντο σε κάθε συζήτηση μεταξύ των ντόπιων. Οπωσδήποτε την άνοιξη η εκκλησία θα γεμίζει τον αέρα με μυρωδιά θυμιάματος, ενώ το καλοκαίρι θα ακούγονται φωνές παιδιών που παίζουν. Η καρδιά του οικισμού συγκεντρώνει τους κατοίκους και μπορεί κανείς να την ακούσει να χτυπάει ακόμα.