Δροσοπηγή

Πληθυσμιακά Στοιχεία, Οικονομικές και Παραγωγικές Δραστηριότητες

Καθημερινή ζωή στη Δροσοπηγή του παρελθόντοςΟικογένειες και φίλοι - Οι κάτοικοιΜουσικοί σε γλέντιΜουσικοί σε γλέντι Χορός σε γλέντι στην πλατείαΧορός σε γλέντι στην πλατείαΧορός σε γλέντι στην πλατείαΞύρισμα από τον κουρέα του χωριούΜεταφορά υλικών με τη βοήθεια των ζώωνΜεταφορά υλικών με τη βοήθεια των ζώωνΤο πέτρινο γεφύρι του Σαραντάπορου έξω από τη ΔροσοπηγήΆποψη του χωριού στο παρελθόνΠαραδοσιακά σκεύηΠαραδοσιακά σκεύη

Τα χωριά της Ηπείρου δεν παρουσίαζαν σταθερή πληθυσμιακή εικόνα. Η ιστορία αναφέρει καταστροφές και λεηλασίες από τους Τούρκους, τους Αλβανούς, τους Σλάβους και αργότερα τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα τα χωριά συχνά να χάνουν την μορφολογική και πληθυσμιακή τους ταυτότητα, δεδομένου ότι πολλοί οικισμοί εγκαταλείφθηκαν στις περιόδους αυτές. Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής κάποιοι οικισμοί ξαναζωντάνεψαν λόγω του δυσμενούς γεωμορφολογικού ανάγλυφου, το οποίο πρόσφερε προστασία και κάλυψη. Είναι επίσης γνωστό ότι πλήθος έργων υποδομής στην Ήπειρο, όπως μεταλλικές γέφυρες και δίκτυα δρόμων, αποτέλεσαν έργο των Γερμανικών στρατευμάτων. Κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου δόθηκε το τελειωτικό χτύπημα που οδήγησε στην οριστική εγκατάλειψη αρκετών παραδοσιακών οικισμών από την πλειονότητα των κατοίκων τους, καθώς η ανωνυμία που πρόσφεραν οι μεγαλουπόλεις συνεπαγόταν προστασία κατά την ταραγμένη αυτή περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Σήμερα τα περισσότερα χωριά ερημώνουν τον χειμώνα, ενώ ζωντανεύουν ξανά κατά τη θερινή περίοδο. Ο πληθυσμός της Δροσοπηγής ανέρχεται στους 115 κατοίκους σύμφωνα με απογραφή του 2001, εκ των οποίων οι μόνιμοι είναι ελάχιστοι.

      Η οικονομία της Ηπείρου στηριζόταν ως επί το πλείστον στην κτηνοτροφία, τα παράγωγά της, τη γεωργία μικρής κλίμακας και την αμπελουργία. Εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις σπανίζουν στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου.Το γεωγραφικό διαμέρισμα στο οποίο βρίσκεται ο οικισμός είναι ορεινό και φτωχό στην  εκμετάλλευση της γης. Ωστόσο οι μικρές αυτοκαταναλωτικές κοινωνίες που αναπτύσσονταν ,κάλυπταν τις ανάγκες τους και διαμόρφωναν τις συνήθειές τους σε συμφωνία με την παραγωγή του τόπου τους, με όσα αυτός μπορούσε να προσφέρει.

      Εκμεταλλευόμενοι τα υλικά του τόπου τους, πολλοί κάτοικοι επιδόθηκαν στην τέχνη του οικοδόμου (μάστορα) με την εξαιρετική τους παραδοσιακή τεχνολογία, που αφορούσε κυρίως την διαμόρφωση της πέτρας και την σύνδεση με τα ξύλινα στοιχεία κατά το κτίσιμο. Λόγω της καταγωγής από τους τοπικούς οικισμούς, αυτοί  απέκτησαν την ονομασία “Μαστοροχώρια”. Λόγω της ανάγκης ευρέσεως εργασίας οι Ηπειρώτες οικοδόμοι. συγκρότησαν  συνεργεία από ομάδες τεχνιτών, τα λεγόμενα  «μπουλούκια». που περιόδευαν στην Ελλάδα και τις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων. Στους τόπους που εργάστηκαν, δημιούργησαν τα εξαιρετικά πέτρινα κτήρια, καθώς και έργα υποδομής, όπως τα καταπληκτικής τεχνολογίας και αισθητικής πέτρινα γεφύρια. Σημαντική ήταν η εθιμοτυπική και  απαράβατη «ιεραρχία» των κτιστών, οι οποίοι αποτελούσαν  κατά σειρά ανόδου στην κλίμακα : μαθητούδια, τσιράκια, καλφάδες, αρχικαλφάδες, μάστορες. Γνωστή ήταν και η συνθηματική τους γλώσσα, τα λεγόμενα «κουδαρίτικα» (κούδα = πέτρα)  

      Το επάγγελμα των Ηπειρωτών οικοδόμων άρχισε να βιώνει παρακμή από τα  μέσα του 20ου αιώνα, οπότε οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες της Ελλάδας μεταβάλλονται προς δυσμενή κατεύθυνση, εξαιτίας της  εννεαετούς πολεμικής περιόδου : 1940 – 1949 ( ελληνο- ιταλικός & εμφύλιος πόλεμος) κατά την οποία μειώθηκε κατακόρυφα  η οικοδομική δραστηριότητα, καθώς και λόγω της εισαγωγής νέων οικοδομικών προϊόντων και τεχνολογιών κατασκευής (ωπλισμένο σκυρόδεμα). Στα παραπάνω προστέθηκε η εσωτερική μετανάστευση των κατοίκων από τις ορεινές κοινότητες, στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδος.