Οι αγροτικές κατοικίες άρχισαν να εμφανίζονται στα τέλη του 12ου αιώνα, οπότε οι πολυώνυμες κουρσαρικές επιδρομές ανάγκασαν τους κατοίκους του νησιού να απομακρυνθούν από τις παράλιες περιοχές και να εγκατασταθούν μεσόγεια. Κατά το μεσαίωνα συνηθιζόταν να κατοικούν σε μεμονωμένα αγροτόσπιτα ή σε ομάδα δύο με τριών σπιτιών σε προσήλιες, απάνεμες πλαγιές και πλούσιες ρεματιές. Ο τύπος του συγκεντρωμένου χωριού, με οργάνωση, κεντρική πλατεία και αγορά αναπτύχθηκε κατά το ύστερο του 19ου αιώνα, όπου περισσότερες κατοικίες σε τέτοιο ύφος άρχισαν να χτίζονται.
Η Κατοικία με τις Γλάστρες βρίσκεται στα δυτικά όρια του οικισμού. Διαθρώνεται σε δύο επίπεδα και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αγροτικής κατοικίας. Το κατώτερο επίπεδο διαμορφώνεται κάτω από τη χτιστή αυλή του άνω σκέλους και αποτελούσε το σταύλο ή σοδιακό, πλέον αποθηκευτικό χώρο. Η αυλή οδηγεί στο ανώγι, το σκέλος της κύριας κατοικίας που αναπτύσσεται σε σχήμα "Γ". Εκεί έχουμε τους χώρους διημέρευσης, τις καμάρες και λοιπούς βοηθητικούς χώρους.
Η κατοικία είναι κατασκευασμένη εξ' ολοκλήρου από σχιστόπλακες οι οποίες είναι και ασβεστωμένες. Τοπικά ο σοβάς είναι τόσο παχύς που δεν διακρίνονται, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος είναι εμφανείς. Στο σταύλο οι τοίχοι εσωτερικά μένουν ασοβάτιστοι. Τα κουφώματα στο επίπεδο του σταύλου είναι ξύλινα και λευκά, χωρίς υαλοπίνακες, ενώ στο επίπεδο της κατοικίας έχουν το χαρακτηριστικό για τις Κυκλάδες μπλέ χρώμα και πλην της σιδερένιας θύρας, παραμένουν ξύλινα. Στην ανατολική μεριά του κτίσματος, στον τοίχο παρατηρούνται οι χαρακτηριστικές λιάστρες οι οποίες εκτός από τον πρακτικό τους σκοπό, εξυπηρετούσαν και τη διακόσμηση του κτίσματος με πήλινα δοχεία ή άνθη. Σε όλο το κτίσμα και πάνω από τα κουφώματα υπάρχουν φρύδια, ζώνες από σχιστόπλακες, ώστε να προστατεύεται το ευπαθές υλικό των κουφωμάτων.
Η κτιστή αυλή αποτελεί ισχυρό στοιχείο για το παρόν κτίσμα, καθώς αποτελεί κόμβο επικοινωνίας με τα γύρω σπίτια, το δρόμο, αλλά και το σταύλο στο κατώτερο επίπεδο. Το δαπεδό της είναι επιστρωμένο με σκυρόδεμα, ενώ οριοθετείται από χοντρές πεζούλες σε δύο ύψη. Το χαμηλότερο εξυπηρετεί και ως κάθισμα. Στις ψηλότερες πεζούλες, κατ' ακολουθία, είναι τοποθετημένες γαλάζιες γλάστρες από τις οποίες και ονομάστηκε το κτίριο.
Τα δώματα του κτίσματος είναι επενδεδυμένα με σκυρόδεμα, προφανώς σε χρόνο πολύ μετέπειτα της κατασκευής της οικίας. Η οροφή εσωτερικά διαμορφώνεται με στεγάδια, μεγάλες σχιστολιθικές πλάκες, τοποθετημένες πάνω σε κυπαρισσόκορμους. Ανάμεσά τους υπάρχει και μία στρώση από καλαμένιο πλέγμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δυτικά του κτίσματος υπάρχει μια μεταγενέρη προσθήκη η οποία αλλοιώνει κατά πολύ τον όλο παραδοσιακό του χαρακτήρα, καθώς είναι κατασκευασμένη από σκυρόδεμα και παρόλο το ασβέστωμά του δεν πείθει ως τμήμα του οικήματος. Σε αυτό συμβάλλουν επίσης τα κουφώματα από αλουμίνιο, οι τσίγκινες υδροροές και η γαλάζια επίστεψη της οροφής, στοιχεία που δεν συναντήνται πουθενά στο υπόλοιπο κτίσμα.
Ανάλογο φαινόμενο έχουμε και στο επίπεδο του σταύλου, όπου μια μικρή κτιστή αυλή έχει διαμορφωθεί μεταγενέστερα και οριοθετείται με μάντρα κατασκευασμένη από τσιμεντόλιθους χωρίς κάποιο επίχρισμα επιπλέον.