Η διαδικασία συναρμολόγησης της στέγης στην Πηλειορήτικη αρχιτεκτονική είναι η εξής: Οι ανώτατες ξυλοδεσιές των πέτρινων τοίχων δένονται στις γωνίες του κτιρίου με οριζόντια διαγώνια ξύλα ("μαξιλάρια" ή "μασχάλες") διατομής περίπου 15x10 εκ. και μήκους 1,5-3 μ. κατά περίπτωση. Ακολουθεί η γεφύρωση του κενού, που πολύ συχνά δημιουργείται από τη διακοπή του μεσότοιχου του παραλλήλου με την πρόσοψη του σπιτιού. Το κενό αυτό καλύπτεται με πολλά χοντρά δρύινα ή καστανίσια δοκάρια, σε επαφή το ένα με το άλλο, που διαμορφώνουν έτσι μία ισχυρή βάση για να πατήσουν επάνω τα δοκάρια της στέγης και ο "μπαμπάς". Τα οριζόντια δοκάρια της στέγης ("περαστές" ή "γρεντιές") έιναι τα χοντρότερα μέλη της, μέσης διατομής 18x18. Διαστρώνονται κάθετα στην πρόσοψη σε αραιά διαστήματα. Έπειτα, τοποθετούνται οι "κατωμαχιές". Είναι πολύ μακριά και λεπτά ξύλα που συνδέουν τις γωνίες του κτιρίου με τη βάση του μπαμπά, λειτουργώντας σαν διαγώνιοι οριζόντιοι ελκυστήρες. Ενδιάμεσα καρφώνονται στις διαγώνιες "μασχάλες" και σε μερικές περαστές, ενώ οι λεπτές τους άκρες συνδέονται με τις ξυλοδεσιές. Μετά στήνονται τα "τσιμπίδια" (δοκίδες αντίστοιχες με τους αμειβόντες των σύγχρονων στεγών) πάνω από κάθε περαστή. Οι ενδιάμεσες στηρίξεις της στέγης συμπληρώνονται με τις αντηρίδες ("παγιάντες") που ξεκινούν από τη βάση του μπαμπά και αντιστηρίζουν λοξά τα τσιμπίδια, και με πολλούς άλλους κατακόρυφους ορθοστάτες που μεταφέρπυν τα φορτία των τσιμπιδιών στις περαστές. Την ολοκλήρωση του σκελετού της στέγης ακολουθεί το πέτσωμα.