Μηλιές

Γλωσσάρι

Αχιβάδα: ψηλωμένο τετρατοσφαίριο που αυξάνει πολύ (τουλάχιστον 50 %) το εσωτερικό άνοιγμα του παραθύρου

Γυφτοκάρφια: καρφιά από σκληρό σίδηρο, με αυξημένη περιεκτικότητα άνθρακα, που του στερεί την ελαστικότητα και τον προφυλάσσει από τη γρήγορη διάβρωση

Καλκάνι: εσωτερικό αετωματικό στήριγμα για τη στέγη

καλντερίμι < τουρκική kaldirim < αρχαία ελληνική καλός + δρόμος (αντιδάνειο), λιθόστρωτος δρόμος με ακατέργαστες πέτρες

Καπάκια: σχιστόλιθοι για επίστρωση δαπέδων

Κατωμαχιές: μακριά και λεπτά ξύλα που συνδέουν τις γωνίες του κτιρίου με τη βάση του μπαμπά, λειτουργώντας σαν διαγώνιοι οριζόντιοι ελκυστήρες

Κλάπα: έλασμα ή κομμάτι ξύλου που συνδέει πέτρες οικοδομής ή σανίδες

Μαξιλάρια ή μασχάλες: οριζόντια διαγώνια ξύλα που δένονται στις γωνίες του κτιρίου με τις ανώτατες ξυλοδεσιές των πέτρινων τοίχων

Μπαμπάς: κύριος ορθοστάτης της στέγης που πατάει πάνω στη μεσαία περαστή, περίπου στο κέντρο του σπιτιού 

Περαστές: οριζόντια δοκάρια της στέγης ή του πατώματος

Σαπόπετρα: σχιστόλιθος που τρίβεται και φθείρεται γρήγορα

Σκεπόπλακες: σχιστόλιθοι για επίστρωση στεγών

Ταμπλαδωτά κουφώματα: περαστά κουφώματα

Χαγιάτι< περσική hayat: σκεπαστός εξώστης που αποτελεί προέκταση εσωτερικού χώρου

Χαμούρι< τούρκικη hamur= ζύμη: λασποκονίαμα