ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο Προμύρι υπήρχε μια μορφή ομοιογένειας, καθώς ο πληθυσμός του προερχόταν από τον αρχαίο παραθαλάσσιο οικισμό (στην παραλία της Θεοτόκου) που εγκαταλείφθηκε γύρω στα 1420 – 1450 για το φόβο των Σαρακηνών που είχαν εγκαταλειφθεί στο απέναντι νησί της Σκοπέλου σκορπώντας τρόμο στην περιοχή. Έτσι από την παράκτια περιοχή, ο οικισμός μεταφέρεται στα ψηλώματα, αρχικά, στην περιοχή του σημερινού χωριού Λυρή και έπειτα στην περιοχή του Προμυρίου, μεταφέροντας και τον πολιούχο του. Πολλές είναι οι εκδοχές που έχουν διατυπωθεί για την ονομασία του Προμυρίου. Επικρατέστερη είναι αυτή του ερευνητή Γ. Χατζηκώστα που υποστηρίζει πως το όνομα το πήρα από κάποιον Προμίρη ή Μπρομίρη που κυριαρχούσε στη περιοχή. Το Προμύρι υπέστη τη μεγαλύτερη καταστροφή σε σχέση με άλλα χωριά του Πηλίου κατά την Επανάσταση. Ολοένα και λιγότερα παλιά κτίρια σώζονται όχι μόνο εξαιτίας της καταστροφής λόγω της Επανάστασης, αλλά και εξαιτίας νεότερων αιτιών. Λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση είχε «υπέρ τα 250 σπίτια χριστιανών σπίτια καλά μα όχι ως τα άλλα χωριά». Τα περισσότερα χωριά του Πηλίου χαρακτηρίστηκαν ως βακούφια στην εποχή της Τουρκοκρατίας (ανάμεσα τους και το Προμύρι) γεγονός που εξασφάλιζε εν μέρει την αμιγή χριστιανική ελληνική πληθυσμιακή σύνθεση.
«ΘΕΟΤΟΚΟΣ»
Ο χώρος αυτός έχει μια ιδιαιτερότητα αφού εδώ λατρεύονταν πολύ πιθανών, ο Ασκληπιός, ο θεός της Ιατρικής και της υγείας στην αρχαία Ελλάδα. Το 1973, αποκαλύφθηκε μια ανάγλυφη πλάκα με παράσταση της λατρείας του Ασκληπιού, επάνω στην οποία βλέπουμε: Γύρω από το δέντρο τυλιγμένο ένα φίδι (τα σύμβολα του Ασκληπιού ), μπροστά σε μια γυναίκα γονατισμένη σε στάση προσευχής και απέναντι της όρθια μορφή απ’ την οποία όμως λείπει το κεφάλι, γιατί η πλάκα έχει σπάσει. Η λατρεία του Ασκληπιού, προϋποθέτει βέβαια και Ασκληπιείο. Ένα κτίσμα δηλαδή είδος ιερού εξυγιαντηρίου όπου έφταναν με δώρα άρρωστοι για να ζητήσουν από το θεό, με την μεσολάβηση και των ιερέων, την θεραπεία. Το 1976 η επιμελήτρια Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας Εύη Ιατρίδη, ξέθαψε τα θεμέλια του παλαιοχριστιανικού ναού, αλλά στην προέκταση του ανακάλυψε και κάποια άλλα θεμέλια. Τη θέση του ναού θα δούμε παρακάτω πως αντικατέστησαν χριστιανικοί ναοί.
Ο μύθος του Πηλέα και της Θέτιδας
Ο χώρος του οικισμού Σηπιάδος, που βρισκόταν στον σημερινό οικισμό της Θεοτόκου αντανακλά την μυθική περίπτωση του Πηλέα και της Θέτιδας. Σύμφωνα με την μυθολογία λοιπόν, ο θνητός Πηλέας, Βασιλιάς των Μερμυδόνων στη Φθία της Θεσσαλίας, ορίστηκε από τον Δία να παντρευτεί την αθάνατη θεά Θέτιδα. Η τελευταία ωστόσο ούτε καν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα του γάμου της με κοινό θνητό. Ωστόσο, ο Πηλέας έχοντας τότε επιστρέψει από την αργοναυτική εκστρατεία, δεν το έβαζε κάτω. Κυνήγησε τη Θέτιδα στο Πήλιο να την πιάσει και αυτή αναγκάζονταν κάθε φορά, να μεταμορφώνετε σε φωτιά, νερό, λιοντάρι, δέντρο για να ξεφεύγει. Τελικά κυνηγημένη, έφτασε κάποτε στο σημερινό ακρωτήρι της Σηπιάδας, και για να μην πέσει στα χέρια του Πηλέα που την πλησίαζε, μεταμορφώθηκε σε σουπιά και ρίχτηκε στην θάλασσα. Γι’ αυτό και το ακρωτήρι τούτο ονομάστηκε αργότερα Σηπιάδα (από τη σηπία , αρχαία ονομασία της Σουπιάς ). Παρόλα αυτά όμως η Θέτιδα έπεσε στα χέρια του Πηλέα πιο ύστερα και οι γάμοι τους έγιναν στο Πήλιο με την παρουσία των θεών, πλην της Έριδας. Καρπός του γάμου αυτού ήταν ο Αχιλλέας, γνωστός ήρωας της μυθολογίας μας.
Ρωμαιοκρατία
Το 197 π.Χ ο Ρωμαίος στρατηγός Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος συντρίβει τον Φίλιππο Ε΄ κοντά στο Βελεστίνο, στη θέση «Κυνός Κεφαλαί» και στη συνέχεια καταλαμβάνει τη Δημητριάδα. Λίγα χρόνια αργότερα οι Μάγνητες υπό τον Ευρύλοχο επαναστατούν κατά των Ρωμαίων και συμμαχώντας με τους Αιτωλούς ανακαταλαμβάνουν τη Δημητριάδα. Ταυτόχρονα στο παιχνίδι μπαίνει και ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Γ΄, συμμαχώντας και αυτός με τους Αιτωλούς. Οι Ρωμαίοι, ωστόσο, κρατούν τις περισσότερες θέσεις τους και τον επόμενο χρόνο ξαναγίνονται κύριοι της κατάστασης και παραδίδουν τη Μαγνησία στους Μακεδόνες. Στη μάχη της Πύδνας ο ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος θα κατανικήσει τα μακεδονικά στρατεύματα του βασιλιά Περσέα, θα ξανακαταλάβει τη Μαγνησία και θα καταστρέψει τη Δημητριάδα (167 π.Χ). Η Μαγνησία γίνεται, έτσι, τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Βυζαντινά χρόνια
Στα χρόνια του Βυζαντίου και από τον 6ο αιώνα η Μαγνησία, που ανήκει με όλη τη Θεσσαλία στη Μακεδονία, δέχεται τις αλλεπάλληλες επιδρομές ξένων βαρβαρικών λαών που σπέρνουν στον τόπο την καταστροφή. Από τον 10ο αιώνα και μετά το Πήλιο, ο κύριος κορμός της Μαγνησίας εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο σαν μια δεύτερη στην ελληνική χερσόνησο μοναστική πολιτεία, χάρη στα πολλά μοναστήρια που χτίζονται στα ψηλώματα του. Στο διάστημα αυτό και ως την οριστική κατάκτηση του χώρου από τους Τούρκους, η Μαγνησία γίνεται το μήλο της έριδος μεταξύ ντόπιων φεουδαρχών, Φράγκων, Καταλανών, Ενετών και Τούρκων αργότερα.
Το κάστρο της πόλης
Από τα σημερινά κατάλοιπα του τότε οικισμού στην περιοχή της Θεοτόκου, μπορεί κανείς να διαπιστώσει, ότι υπάρχει, κάστρο άγνωστης όμως χρονολογικής ηλικίας. Παλιοί, μάλιστα Προμυριότες γεννημένοι τα 1870 με 1880 θυμήθηκαν μισογκρεμισμένα τείχη του κάστρου, ακόμα και την κύρια πύλη του. Κάποιο θεμέλιο του κάστρου υπάρχει μέχρι σήμερα. Η εσωτερική εικόνα του κάστρου είναι άγνωστη. Υπήρχαν όμως σπίτια, όπως τουλάχιστον διαπιστώνονται, από τα υπολείμματα κεραμιδιών κι ακόμα από τα θεμέλια που αποκαλύπτονται προς την μεριά της θάλασσας. Κάποια κατάλοιπα, θεμελίων και θραύσματα αγγείων έχουν βρεθεί μέσα στην θάλασσα σε βάθος 6 – 10 μέτρων .
Πολιτεία και ναοί
Η πόλη είχε και την τοπική συνέχειά της. Απλώνονταν και έξω του κάστρου στην πεδινή έκταση της περιοχής αλλά δεν γνωρίζουμε τα όρια της. Ξέρουμε όμως ότι εδώ υψώνονταν ένας τουλάχιστον ειδωλολατρικός ναός, της Θέτιδας όπως το θέλει η παράδοση, στο χώρο που υπάρχει σήμερα το εκκλησάκι της Παναγίας – χτίσμα του 1807. Η παρατήρηση θεμελιώνεται στην ύπαρξη αρχιτεκτονικών μελών αρχαίου ναού ( σπόνδυλοι κιόνων δωρικού ρυθμού τμήματα επιστηλίου, μετώπες με τα τρίγλυφα τους). Αρκετές μάλιστα από τις αρχαίες πέτρες χρησιμοποιήθηκαν στο εκκλησάκι του 1807.Στους δυο αυτούς ναούς , ειδωλολατρικό και χριστιανικό, θα προσθέσουμε και έναν ακόμη τρίτο, του 5ου αιώνα μ.Χ. που τα θεμέλια του σήμερα οριοθετούν και το μέγεθος του. Η παλαιοχριστιανική αυτή βασιλική ( τρίκλιτη ), χτίστηκε κατά την παράδοση απάνω στην ειδωλολατρική, ένα φαινόμενο συνηθισμένο και σε άλλες πόλεις, το οποίο κι αντανακλά μια γενικότερη ψυχολογία των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Τουρκοκρατία
Το 1423 οι Τούρκοι κατακτούν οριστικά τη Θεσσαλομαγνησία και εγκαθίστανται στο Κάστρο του Γόλου, αφού προηγουμένως το ανακαινίζουν. Αδιαφορούν για το ορεινό Πήλιο, με αποτέλεσμα η περιοχή να κατακλυστεί τους επόμενους αιώνες από ένα πλήθος ραγιάδων φυγάδων απ’ όλη την υπόδουλη χώρα, οι οποίοι με πυρήνες τα παλιά μοναστήρια χτίζουν και οργανώνουν, με την ανοχή των κατακτητών, από τον 16ο αιώνα και πέρα τα ξακουστά χωριά της Ζαγοράς και της Μακρινίτσας. Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ξεκινά η περίοδος της μεγάλης ακμής για το Πήλιο. Τα εκλεκτά προϊόντα της πηλιορείτικης βιοτεχνίας εξάγονταν με τα τολμηρά «ζαγοριανά καράβια» σε όλη τη Μεσόγειο. Από εκεί οι πραγματευτάδες και οι καραβοκυραίοι του Πηλίου, που αρμένιζαν ελεύθερα τα πέλαγα μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), έφερναν μαζί με το βιος στα χωριά τους, τις φιλελεύθερες ιδέες και το πνεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Οι ιδέες αυτές, άλλωστε, προετοίμασαν το έδαφος για τον πηλιορείτικο ξεσηκωμό του 1821. Μέχρι το 1800 Το Πήλιο και η απέραντη πεδιάδα που εκτεινόταν μπροστά του βρισκόταν, μαζί με τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας, υπό οθωμανική κατοχή. Πάνω στο λόφο των Παλαιών στο Γόλο ή Κάστρο, που ήκμαζε επί εκατοντάδες χρόνια, έμεναν περίπου εκατό τουρκικές οικογένειες, οι οποίες ουσιαστικά ήταν και οι φύλακες έναντι ενδεχόμενων εχθρών που φαίνονταν από τη θάλασσα. Έξω από το κάστρο έμεναν οι Εβραίοι και οι αθίγγανοι, οι οποίοι όπως και οι Πηλιορείτες, δεν είχαν οικονομικούς πόρους και προσπαθούσαν να κερδίσουν τον επιούσιο μέσα από θελήματα ή έχοντας μικροβιοτεχνίες. Από το 1550 το λιμάνι αρχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Μέσω αυτού διεξάγεται το εμπόριο με άλλες περιοχές ενώ εξυπηρετεί όλο το εσωτερικό της Θεσσαλίας. Σύμφωνα με έγγραφες ομολογίες, από το 1770 αλλά και πιο πριν το λιμάνι του Γόλου είχε πολλές συναλλαγές με τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά αλλά και με την Εύβοια. Από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα το Πήλιο αλλά και το λιμάνι γνωρίζουν ιδιαίτερη ακμή. Στο Πήλιο άρχισε να αναπτύσσεται η χειροτεχνία, με την παραγωγή κόκκινων νημάτων, αλλά και μεταξιού, το οποίο, μάλιστα, προωθείτο στο εξωτερικό, όπως και τα βαμβακερά νήματα. Πολλοί Πηλιορείτες, τα προϊόντα των οποίων παρουσίαζαν αυξημένη ζήτηση στο εξωτερικό, ξενιτεύονταν στη Μικρά Ασία, όπου είχαν πλουτίσει.
Πηλιορείτικη Επανάσταση
Η Θεσσαλομαγνησία, πατρίδα του μεγάλου Ρήγα Βελεστινλή, δεν ήταν δυνατόν να μη συμμετέχει στον πανεθνικό ξεσηκωμό του 1821. Στις 7 Μαΐου του 1821 ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γαζής, ένας από τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας, σηκώνει στις Μηλιές την πηλιορείτικη σημαία της Επανάστασης ενώ την ίδια μέρα εμφανίζονται στον Παγασητικό τρία πλοία από την Ύδρα και τις Σπέτσες. Ταυτόχρονα επαναστάτες από τα χωριά Άγιος Γεώργιος και Άγιος Λαυρέντιος αιχμαλωτίζουν τους Τούρκους των Λεχωνίων ενώ το κύριο σώμα τον επαναστατών του Πηλίου, χωρισμένο σε δύο τμήματα και με γενικό αρχηγό τον αρματωλό Κυριάκο Μπασδέκη πολιορκεί τους πύργους των τούρκων στο Βελεστίνο και το Κάστρο του Βόλου. Ωστόσο, οι επαναστάτες του Πηλίου, ουσιαστικά άοπλοι και χωρίς πολεμική εμπειρία, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τις ενισχυμένες από άνδρες του Δράμαλη τουρκικές δυνάμεις. Έτσι η πολιορκία του Βελεστίνου και του Κάστρου του Βόλου λύθηκε άδοξα. Μέσα στο καλοκαίρι του 1821 οι Τούρκοι κατέπνιξαν την πηλιορείτικη επανάσταση και για αντίποινα αιματοκύλησαν το Βελεστίνο και τη Μακρινίτσα κι έκαψαν πολλά σπίτια στα χωριά Καραμπάσι, Άγιο Γεώργιο και Βυζίτσα. Μετά το 1821 και τη συρρίκνωση των τουρκικών συνόρων στον Αλμυρό, οι Τούρκοι άρχισαν να φέρονται με τον καλύτερο τρόπο στους Πηλιορείτες, για να μην τους ωθήσουν σε νέες επαναστατικές ενέργειες. Ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζήτ αναγκάζεται να υιοθετήσει ορισμένες μεταρρυθμίσεις, όπως αυτή περί ανταλλαγής των παραγωγικών σχέσεων. Το λιμάνι του Γόλου γνωρίζει νέα ακμή. Σε μια περίοδο που ο ατμός είχε γίνει η κινητήρια δύναμη για τη ναυτιλία, τα ευρωπαϊκά κράτη ανέπτυξαν το ανταλλακτικό εμπόριο και το λιμάνι του Γόλου δέχθηκε μαζί με τη Θεσσαλονίκη όλο το βάρος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου. Στον βιομηχανικό τομέα οι Πηλιορείτες είχαν βρει Ευρωπαίους ανταγωνιστές στο εμπόριο του μεταξιού αλλά δεν είχαν ακόμη εκτοπισθεί πλήρως από την αγορά. Στα 1829 οι Τούρκοι, με τη σύμφωνη γνώμη του Αγά, έκτισαν έξω από το Κάστρο καταστήματα και αποθήκες. Από το 1840 ο Βόλος γίνεται έδρα Τούρκου διοικητή.
Η επανάσταση του 1854
Το 1852 στην Αθήνα αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα επικρατούσε μεγάλος αναβρασμός. Αιτία ήταν η επανάσταση του Μαυροβουνίου η οποία, ωστόσο, δεν είχε αποτέλεσμα για τους υπόδουλους λαούς της Βαλκανικής. Οι Γάλλοι, με τη συνεργασία των Άγγλων, κατέλαβαν προνομιακή θέση στην Ιερουσαλήμ, παραμερίζοντας, έτσι, την Ορθόδοξη Εκκλησία. Παράλληλα, οι Αγγλογάλλοι έβαλαν τον σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να μην δεχθεί πλέον καμιά αξίωση των Ρώσων. Οι Ρώσοι, με δεδομένη την κατάσταση, εξεγέρθηκαν ζητώντας την προστασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο τσάρος, βλέποντας ότι οι Τούρκοι είχαν γίνει πειθήνια όργανα των Αγγλογάλλων, διέκοψε κάθε διπλωματική σχέση μαζί τους και στις 18 Νοεμβρίου 1853 κήρυξε πόλεμο. Οι Αγγλογάλλοι ζητούσαν αφορμή για να κηρύξουν κι εκείνοι πόλεμο κατά της Ρωσίας. Μη δυνάμενοι να υποφέρουν τις πιέσεις και τις ταπεινώσεις, στις 15-27 Δεκεμβρίου εισήλθαν κι εκείνοι στον πόλεμο. Ο ελληνικός λαός, στην μεγάλη του πλειοψηφία, βλέποντας την κατάσταση, τάχθηκε με το μέρος των Ρώσων, καθώς έβλεπε την ώρα της απελευθέρωσης Ηπείρου και Θεσσαλίας να πλησιάζει. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δίσταζε να συμμετάσχει στον πόλεμο, καθώς δεν διέθετε ετοιμοπόλεμο στρατό ενώ και οι Αγγλογάλλοι της διεμήνυαν ότι δεν πρέπει να ανακατευθεί. Ο λαός που ήθελε να πολεμήσει, αψήφησε τις αποφάσεις της κυβέρνησης και οργανώθηκε σε Αντάρτικα Σώματα, που θα έμπαιναν στη Θεσσαλία και την Ήπειρο και θα κτυπούσαν τους Τούρκους. Την ίδια ώρα εναντίον του Τούρκου δυνάστη είχαν ξεσηκωθεί και οι πηλιορείτες. Μερικοί από αυτούς, με τον Ζαγοριανό καθηγητή Θεόδωρο Αφεντούλη, έκαναν έρανο στην Αθήνα, αγόρασαν πολεμοφόδια και όπλα και αποφασίστηκε να οργανωθεί Αντάρτικο Σώμα με επικεφαλής τον μοίραρχο της Χωροφυλακής και παλιό αγωνιστή του 1821 Ν. Φιλάρετο. Στο Πήλιο οργανώνονται μυστικές ομάδες. Η οργάνωση της επανάστασης στο Πήλιο βρισκόταν σε πυρετώδη προετοιμασία στο τέλος του 1853. Απεσταλμένοι από την Αθήνα πηγαινοέρχονταν, πολεμοφόδια ξεφορτώνονταν σε διάφορες απόμακρες ακρογιαλιές. Ο Φιλάρετος σταλμένος από την Αθήνα ως αρχηγός της Επανάστασης, έφθασε στο Πήλιο στις 25 Μαρτίου του 1854. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι η κατάσταση δεν ήταν η πλέον θετική, καθώς ο κόσμος είχε φοβηθεί από τους κοτζαμπάσηδες και δεν υπήρχαν πολεμοφόδια. Το Προμύρι και ο Λαύκος ήταν τα πρώτα χωριά που ύψωσαν τη σημαία της Λευτεριάς. Στον επαναστατικό αγώνα ενώθηκαν ένα μήνα μετά η Ζαγορά, ο Αϊ Γιώργης, οι Μηλιές, η Βυζίτσα, οι Πινακάτες, το Καραμπάσι, η Νιάου, ο Άγιος Λαυρέντης, η Δράκεια. Ωστόσο, αυτή η αργοπορία των Πηλιορειτών να ενταχθούν στον αγώνα είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα. Στο διάστημα που μεσολάβησε οι Τούρκοι είχαν το περιθώριο να προετοιμαστούν και να φέρουν στρατό ενώ οι Αγγλογάλλοι, με το στόλο τους, περιπολούσαν το Αιγαίο και είχαν αποκλεισμένες τις επαναστατημένες περιοχές από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Η σφαγή του Προμυρίου ( 8 Μαΐου 1823).
Μετά από τον απαγχονισμό του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, στην Κωνσταντινούπολη και την γενική εξέγερση των Προμυριωτών το ’21, οι Οθωμανοί εξαγριώθηκαν και επιδόθηκαν σε λεηλασίες και σφαγές σε όλο το Πήλιο. Τότε ο Μαχμούτ πασάς που βρισκόταν στην Λάρισα πήρε διαταγή να εισβάλει στο Πήλιο να καταπνίξει την εξέγερση και να λεηλατήσει ότι βρει στο πέρασμα του. Έφτασε λοιπόν στο Βελεστίνο και από εκεί στην Μακρινίτσα. Ξεκινώντας λοιπόν από τη Μακρινίτσα αφού λεηλάτησε το χωριό έσφαξε τον ανδρικό πληθυσμό ενώ πολλά γυναικόπαιδα τα έσυρε στην αιχμαλωσία. Τα ίδια έκανε και στη Πορταριά και από χωριό σε χωριό κατέλαβε όλο το Πήλιο φθάνοντας ως το Προμύρι στις 19 Μαΐου του 1821.Όσοι από τους Πηλιορείτες ξέφυγαν από τη μανία του Μαχμούτ επειδή δε μπορούσαν να συνταχθούν ώστε να προβάλουν άμυνα κρύφτηκαν μαζί με τα γυναικόπαιδα στις πιο ψηλές κορφές του Πηλίου. Πολλοί ήταν και Προμυριώτες που κατέφυγαν στην Σκιάθο, μαζί με το σώμα των Προμυριωτών και τον οπλαρχηγό τους Γιώργο Ζορμπά. Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό έσφαξαν 1000 πάνω κάτω άτομα, αιχμαλώτισαν γύρω στα 250 και έκαψαν σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού. Το Προμύρι έχει έκταση αρκετά μεγάλη, όπου οι περισσότεροι από τους χωριανούς μένανε στους οικισμούς. Οι Τούρκοι για να μαζέψουνε όλον το πληθυσμό στο χωριό, έδωσαν διαταγή να μαζευτούν διότι θα ερχόταν ο Αλί πασάς από το Βόλο για να τους μιλήσει. Έτσι οι περισσότεροι χωριανοί αφού ταχτοποίησαν τα ζωντανά, το βράδυ ανέβηκαν στο χωριό, για να ακούσουν τον πασά όπως τους διέταξαν. Πολλοί τότε, ανέβηκαν στο χωριό και έπεσαν στην παγίδα των Τούρκων.Όσοι από τους Προμυριότες γλίτωσαν από τη φρίκη κρύφτηκαν στον απέναντι λόφο, το Μαύρο Όρος αλλά και άλλα δάση της περιοχής. Έτσι αφού ολοκλήρωσαν το έργο της καταστροφής έσυραν σε αιχμαλωσία παιδιά και γυναίκες που συλλάβανε εκείνη την ημέρα.
Σημαιοφόρος Επαναστατών Προμυρίου.
Ο Νικόλαος Φιλάρετος, γεννήθηκε στο Προμύρι το 1805. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1821 και ως αρχηγός τμήματος στρατού διακρίθηκε για την ανδρεία του και τις νικηφόρες μάχες. Η σημαντικότερη από όλες αυτή της 8ης Μαΐου 1823 κατά την οποία η οικογένειά του αιχμαλωτίστηκε. Ωστόσο καιρό μετά αφέθηκαν ελεύθεροι. Στην συνέχεια ως ταγματάρχης της χωροφυλακής υπηρέτησε στην Εύβοια και στα νησιά των Βορείων Σποράδων. Επίσης πήρε μέρος στην απελευθέρωση της Ύδρας, ενάντια στην προσπάθεια του Ιμπραήμ και τους αγώνες της Αταλάντης και των Τρικέρων. Το Προμύρι καθώς και τα τρία διπλανά χωριά, ο Λαύκος, Η Αργαλαστή και το Τρίκερι, ή τα Τρίκερα όπως αναφέρει ο Τρικούπης, ήταν τα μοναδικά χωριά τα οποία δεν υποτάχθηκαν στον Δράμαλη κατά την εκστρατεία εναντίον τους την άνοιξη του 1821 και αυτό γιατί ο ίδιος ο πασάς, θεώρησε ότι η εστία των επαναστατών που έμεινε ήταν ανάξια λόγου. Έτσι 8000 χιλιάδες περίπου πληθυσμός δεν υπέστη καμία δυνάστευση και εξακολουθούσε να οργανώνεται ενάντια στον τύρρανο. Γράφει χαρακτηριστικά ο Σ. Τρικούπης στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης». «Όταν οι Έλληνες απαλλάχτηκαν από αυτόν τον επίφοβο αντίπαλο έφτιαξαν πάλι στρατόπεδο στο Λιθόκαστρο (σήμερα Λεφόκαστρο), κοντά στο μεγάλο χωριό Αργαλαστή, όπου έμειναν ανενόχλητοι, επειδή ο Δράμαλης θεωρούσε το στρατόπεδο ανάξιο λόγου και την Μαγνησία υποταγμένη. Πραγματικά, μόνο τέσσερα χωριά με συνολικό πληθυσμό 8000 κατοίκους δεν είχαν προσκυνήσει. Ο Λαύκος, το Προμύρι, η Αργαλαστή και τα Τρίκερα. Τα επόμενα δύο χρόνια η περιοχή της Μαγνησίας ξεσηκώνεται, ενάντια στους Τούρκους και ο Κιουταχής στέλνεται από την υψηλή πύλη να καταπνίξει την επανάσταση στην στερεά Ελλάδα και την Θεσσαλία. Έτσι λοιπόν την Άνοιξη του 1823 ο Κιουταχής αφού καταπνίγει την Επανάσταση στην Εύβοια την πρώτη Μαΐου του 1823 βαδίζει ενάντια στο Πήλιο με σκοπό να καταπατήσει τον εκεί ξεσηκωμό. Μετά την κατάπαυση, της επανάστασης στην Θεσσαλία η φλόγα της Επανάστασης έκαιγε πλέον στην ανατολική άκρη εκείνης της χερσονήσου (Πήλιο). Έτσι λοιπόν αφού έκαψε και λεηλάτησε και το Προμύρι στις 8 του Μαΐου, στις 14 επιτέθηκε και στο Τρίκερι που όμως βρήκε σθεναρή αντίσταση, αλλά τελικά το λεηλάτησε. Σήμερα η κεντρική πλατεία του χωριού, φέρει επιγραφή αφιερωμένη στο Ν. Φιλάρετο, για να τιμά τη μνήμη του και το έργο του.
Η επανάσταση του 1878
Η επανάσταση είχε αποτέλεσμα τον ξεσηκωμό όλων των Βαλκάνιων λαών και τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877. Οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν εκ νέου και με διάφορες εκδηλώσεις έκαναν προσπάθειες για να αναγκάσουν την κυβέρνηση να συνεργαστεί στον πόλεμο με τους Ρώσους. Στην Αθήνα ο αναβρασμός ήταν μεγάλος. Οι Θεσσαλοί και οι Πηλιορείτες οργάνωναν επαναστατικά σώματα για να εισβάλουν στη Θεσσαλία. Στην πρώτη μάχη, στις 12 Ιανουαρίου 1878, οι επαναστάτες κατάφεραν να φέρουν σε δυσχερή θέση τους 900 Τούρκους και να σκοτώσουν 170 απ’ αυτούς. Την επόμενη μέρα οι επαναστάτες κλείστηκαν στο Μοναστήρι της Σουρβιάς, κοντά στη Μακρινίτσα. Ανοίγοντας τρύπες στους τοίχους πολέμησαν τους Τούρκους, οι οποίοι έχασαν 100 άντρες τους. Χωρίς καμιά βοήθεια οι επαναστάτες αποφάσισαν να φύγουν τη νύχτα. Χωρίς απώλειες έφθασαν στο Πουρί και από εκεί στη Ζαγορά, τη Μακρυρράχη και το Ανήλιο. Η υποδοχή των ντόπιων μόνο θετική δεν ήταν. Μετά βίας επετράπη στους επαναστάτες να διανυκτερεύσουν. Στο μεταξύ στο Προμύρι έφθασε ο μοίραρχος της Χωροφυλακής Ζήσιμος Μπασδέκης, που είχε λάβει εντολή από τον πρωθυπουργό να καταρτίσει εθελοντικό σώμα από Πηλιορείτες στην Αθήνα και να μεταβεί στο Πήλιο για να ηγηθεί της Επανάστασης. Ο Μπασδέκης, με περίπου 200 άνδρες, προχώρησε προς τη Μακρινίτσα, ενώ σε όλα τα χωριά έγινε δεκτός με ενθουσιασμό (καθώς ήταν διορισμένος από την ελληνική κυβέρνηση). Στη Ζαγορά ο λαός αποτίναξε τον τουρκικό ζυγό και όλοι ορκίστηκαν να δώσουν μέχρι και τη ζωή τους για τη λευτεριά. Στη συνέλευση που έγινε στην Πορταριά, με τη συμμετοχή 60 αντιπροσώπων απ’ όλα τα χωριά, σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση του Πηλίου, με πρόεδρο τον μεγαλύτερο έμπορο στην Αίγυπτο Ιερώνυμο Κασσαβέτη και αντιπροέδρους τον Ζ. Μπασδέκη και τον Ε. Σταμούλη. Δυστυχώς, ο πρόεδρος Κασσαβέτης δεν ήταν παρά ένα διακοσμητικό στοιχείο. Οι διαταγές του Μπασδέκη δεν είχαν καμία προοπτική ενώ η πειθαρχία, ως στοιχείο, έλειπε από τους άνδρες του. Το γεγονός ότι άργησε να κτυπήσει τους Τούρκους στο Κάστρο του Γόλου, έδωσε το περιθώριο στους Τούρκους να ενισχυθούν. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1878 οι Έλληνες έδωσαν την ηρωική μάχη της Μακρινίτσας όπου βρέθηκαν μπροστά σε 10.000 τούρκικο στρατό. Η μάχη χάθηκε και έτσι τελείωσε και αυτή η επανάσταση η οποία έριξε το σπόρο της λευτεριάς.
Η Θεσσαλομαγνησία Ελληνική
Στο Συνέδριο του Βερολίνου του 1878, ύστερα από πολλές ίντριγκες των Μεγάλων Δυνάμεων, αποφασίστηκε η παραχώρηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην Ελλάδα. Ωστόσο, η ενσωμάτωση των περιοχών αυτών στον κορμό της ελεύθερης Ελλάδας έγινε ύστερα από τρία χρόνια. Στις 2 Νοεμβρίου του 1881 ο ελληνικός στρατός έμπαινε, μέσα σε παραλήρημα εθνικού ενθουσιασμού, στη νέα πόλη του Βόλου των 5.000 κατοίκων, την ουσιαστική πρωτεύουσα της Μαγνησίας. 25 Η Μαγνησία υπήχθη τότε στο νομό Λαρίσης, με δύο επαρχίες, του Βόλου και του Αλμυρού. Δύο χρόνια αργότερα, με άλλο βασιλικό διάταγμα, έγινε και ο οριστικός σχηματισμός των Δήμων της Μαγνησίας. Σύμφωνα με το διάταγμα η Επαρχία Βόλου χωρίστηκε στους Δήμους Παγασών, Ιωλκού, Ορμινίου, Μακρινίτσης, Βοίβης, Φερών, Ζαγοράς, Κισσού, Μουρεσίου, Μηλεών, Δράκειας, Αιαντείου, Σπαλάθρων, Αφετών, Νηλείας, Σηπιάδος και Αγίου Λαυρεντίου. Η Επαρχία Αλμυρού χωρίστηκε στους Δήμους Αλμυρού, Ιτώνου, Όθρυος και Πλατάνου. Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και του Βόλου στο ελληνικό κράτος μια καινούργια περίοδος προόδου της πόλης ξεκινά. Το λιμάνι, που επεκτείνεται με νέες εγκαταστάσεις και ο σιδηρόδρομος που κατασκευάζεται για να συνδέσει την πόλη του Βόλου με άλλα αστικά κέντρα της χώρας, καθιστούν το Βόλο ιδιαίτερα σημαντικό οικονομικό κέντρο. Η οικονομική αυτή ανάπτυξη συνοδεύεται από αυξημένη οικοδομική και πολεοδομική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό ανεγείρονται κτίρια, νεοκλασικά ή πιο μοντέρνα και μνημεία. Μεγαλοπρεπείς ναοί, όπως αυτοί του Αγίου Νικολάου, της Μεταμόρφωσης και του Αγίου Κωνσταντίνου, έργα μεγάλων αρχιτεκτόνων, προσδίδουν στη φυσιογνωμία της πόλης. Στοιχεία της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής που επικρατεί ως τάση στην Ευρώπη εισάγονται αυτή την περίοδο στο Βόλο.
Οι έρευνες του 1906
Η πρώτη έρευνα ανασκαφής, σύντομη κι αυτή και στο χώρο μόνο της παλαιοχριστιανικής Βασιλική, έγινε το 1906. Τότε οι Άγγλοι αρχαιολόγοι WACE και DROOP ήρθαν κι έσκαψαν με την βοήθεια Προμυριωτών μαστόρων κι εργατών, για να αποκαλύψουν ανάμεσα στα άλλα και το μωσαϊκό δάπεδο του ναού που απλώνονταν έξω από αυτόν σε μια έκταση 300 περίπου τετραγωνικών μέτρων. Το φωτογράφισαν και το σχεδίασαν ολόκληρο και το έθαψαν ξανά για την προστασία του. Από φωτογραφίες παρατηρούμε πως πέρα από τα γεωμετρικά σχήματα του δαπέδου, υπάρχουν και άλλα θέματα του ζωικού βασιλείου.Στις ανασκαφές βρήκαν και πήραν μαζί τους - όπως αφηγούνται οι Προμυριώτες εργαζόμενοι στον χώρο αγαλματάκια και νομίσματα, χρυσά και ασημένια.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ
Τοπικές φορεσιές
Οι αγροτικές δουλειές έξω στην ύπαιθρο και στα χωράφια υποχρέωσαν τους κάτοικους να κατασκευάσουν σύμφωνα με την παράδοση και την ανάλογη φορεσιά.
Το ευρωπαϊκό παντελόνι ήταν για τους άντρες και τους εξυπηρετούσε στις αγροτικές κυρίως δουλειές. Έτσι κατασκευάσθηκε το πανωβράκι, που φοριότανε πάνω από το άσπρο υφαντό εσώβρακο, με τα βρακοπόδια στενές υφασμάτινες λωρίδες για να συγκρατούν και τις κάλτσες. Για να μην είναι γυμνό το πόδι μέχρι τα παπούτσια, σκεπαζότανε από μια χοντρή μάλλινη κάλτσα η οποία στερεώνονταν από τα βρακοπόδια. Υπήρχε όμως και το πανωβράκι με φουφούλα η οποία συμβόλιζε την αρχοντιά αυτού που το φορούσε αναλόγος με το μέγεθος της, είχε ναυτικό στυλ και ήταν χωρίς τσέπες. Τα παπούτσια ήταν κοφτά, χωρίς κορδόνια, τα λεγόμενα παπαδιά, για να μπαίνουν και να βγαίνουν με ευκολία, κυρίως για λόγους καθαριότητας. Από την μέση και πάνω, εσωτερικά υπήρχε η μάλλινη υφαντή φανέλα και από πάνω το πουκάμισο και το γιλέκο. Στην μέση κυρίως φορούσανε ένα ζωνάρι, συγκρατούσε το πανωβράκι και προστάτευε την μέση. Στο κεφάλι φορούσανε ένα μαύρο φέσι που έμοιαζε με καλογερικό καλυμμαύχι, πολύ πιο χαμηλό.
Ανάλογη ήτανε και η φορεσιά της γυναίκας. Από μέσα οι γυναίκες φορούσανε πουκάμισο, συνήθως άσπρο που έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Από πάνω το φουστάνι, που είχε μάκρος μια πιθαμή κάτω από το γόνατο. Στο κάτω μέρος από το φουστάνι υπήρχε ο στίγκος που σκεπαζότανε από βελούδο. Το φουστάνι το συμμαζεύανε με μια φαρδιά ζώνη, την ζώστρα που έφερε φιόγκο στο πλάι. Πάνω από το φόρεμα ήταν η τζάκα ή πόλκα ένα είδος σφιχτής μπλούζας με μακριά μανίκια, γαρνιρισμένη με κέντημα στο στήθος. Το κεφάλι σκεπαζότανε με μαντήλι γαρνιρισμένο με δαντέλα με φουλάρια και δεμένο σε ρυθμό ντουβαλέτας. Τα παπούτσια ήταν κλειστά, δεμένα με κορδόνια